Γιατί ανεβαίνουν οι τιμές των προϊόντων στην Ελλάδα της κρίσης
Φωτεινή
Μαστρογιάννη
Οικονομολόγος –
Καθηγήτρια ΜΒΑ
En-athinais.webnode.gr
Θα αναφερθούμε
εν συντομία στην εξέλιξη του επιπέδου τιμών στην Ελλάδα και πιο συγκεκριμένα
στον κλάδο των τροφίμων. Τα στοιχεία έχουν αντληθεί από σχετική μελέτη του
Ινστιτούτου Εμπορίου και Υπηρεσιών της ΕΣΕΕ αλλά και από την ΕΛΣΤΑΤ.
Τα τρόφιμα είναι
ανελαστικό προϊόν το οποίο είναι βασικό για την επιβίωση του ανθρώπου, με άλλα
λόγια, ο άνθρωπος αναγκάζεται να το αγοράσει ανεξάρτητα από το εισόδημά του.
Στην Ελλάδα η κατάσταση είναι ιδιαίτερα δυσχερής γιατί ήδη με στοιχεία της
ΕΛΣΤΑΤ το μέσο διαθέσιμο εισόδημα των Ελλήνων μειώθηκε κατά 31,8% ή 14.181 Ευρώ
στην πενταετία της κρίσης. Η κατάσταση αυτή επιδεινώνεται και από την
ανισοκατανομή του εισοδήματος δηλαδή στην ψαλίδα μεταξύ χαμηλών και υψηλών
εισοδημάτων όπου η Ελλάδα είναι στη χειρότερη θέση από τις χώρες της Ευρωζώνης
και στη δεύτερη χειρότερη αμέσως μετά τη Μεγάλη Βρετανία (στοιχεία ΟΟΣΑ).
Με άλλα λόγια οι
Έλληνες όχι μόνο είδαν τρομακτική μείωση του εισοδήματός τους αλλά και οι
φτωχοί γίνονται φτωχότεροι και τείνει να εξαφανισθεί η μεσαία τάξη.
Η πτώση αυτή του
εισοδήματος επιβεβαιώνεται και από το γεγονός ότι μεγαλύτερο μέρος του
διαθέσιμου εισοδήματος των Ελλήνων απευθύνεται στην αγορά τροφίμων και όχι σε
άλλες δαπάνες. Δηλαδή το εισόδημα επαρκεί για να καλύψει τις ανάγκες σε είδη
διατροφής και λιγότερο άλλες.
Σύμφωνα με
στοιχεία του ΙΟΒΕ, στην περίοδο προ κρίσης (2003-2008) τα τρόφιμα και μη
αλκοολούχα ποτά παρουσίαζαν μείωση ως μερίδιο στη συνολική κατανάλωση ενώ
έκτοτε αυξάνεται διαρκώς.
Οι χώρες της ΕΕ,
που δεν βρίσκονται στη δυσχερή θέση της Ελλάδας, έχουν χαμηλότερο κατά μέσο όρο
μερίδιο συνολικής κατανάλωσης στα τρόφιμα και μη αλκοολούχα ποτά.
Οι δε τιμές στα
είδη διατροφής παρουσιάζουν διαρκή άνοδο όπως βλέπουμε και στο παρακάτω
διάγραμμα.
Εάν αναλύσουμε
τώρα την κατάσταση θα δούμε ότι για το διάστημα 2000-2008 τα τρόφιμα στην
Ελλάδα ήταν φτηνότερα σε σχέση με την ΕΕ-27 ενώ είναι σταθερά υψηλότερη από το
2008. Σταθερά πιο ακριβά είναι το γάλα, το τυρί και τα αυγά αλλά και το λάδι.
Πιο φτηνά από την ΕΕ-27 για το διάστημα 2000-2011 είναι τα φρούτα και τα
λαχανικά.
Αντίθετα όσον
αφορά τις τιμές παραγωγού ενώ έχουμε αυξήσεις στα τρόφιμα οι τιμές παραγωγού
σημειώνουν οριακή αύξηση ή και πέφτουν.
Οσον αφορά τα
σημεία πώλησης παρατηρούμε ότι υπάρχει μείωση του κύκλου εργασιών των
παντοπωλείων, μικρών σούπερ μάρκετς αλλά άνοδο του κύκλου εργασιών των 16
μεγαλυτέρων σούπερ μάρκετς κάτι που μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι γίνεται μία
ολιγοπωλιακή συγκέντρωση της αγοράς.
Ειδικότερα για
τους μικρομεσαίους επιχειρηματίες σύμφωνα με την έρευνα του ΙΝ.ΕΜ.Υ – ΕΣΕΕ
παρατηρείται ότι πλήττονται περισσότερο γιατί αφενός δεν μπορούν λόγω μεγέθους
να διεκδικήσουν χαμηλότερες τιμές από τους προμηθευτές τους και έτσι
σημειώνεται μεγάλη διαφορά μεταξύ των τιμών που προσφέρουν σε σχέση με αυτές
των μεγαλύτερων σούπερ μάρκετς. Η δε μεγάλη φορολογία τις πλήττει περισσότερο.
Για να
επανέρθουμε στα τρόφιμα, η τιμή του ψωμιού του έχει αυξηθεί παρά την
απελευθέρωση της αγοράς όπου οι σχετικές εξαγγελίες μιλούσαν ότι θα μειωθεί. Το
2011 σημειώθηκε μεγάλη μεταβολή των τιμών στα τρόφιμα (διάγραμμα 5) λόγω της αύξησης του ΦΠΑ αλλά με σχετικά
επιβραδυνόμενο ρυθμό έκτοτε.
Ένα ενδιαφέρον
στοιχείο που μας παρέχει η έρευνα του ΙΝΕΜΥ έχει να κάνει επίσης και με το
μισθολογικό κόστος σε σχέση με την εξέλιξη του επιπέδου των τιμών.
Μερικά στοιχεία
απασχόλησης είναι ο αριθμός των εργαζομένων στον κλάδο ανέρχονταν το 2008 στα
117.671 άτομα ενώ το 2012 σημειώθηκε πτώση σε 106.488 άτομα. Σημαντικό επίσης είναι και το θέμα της
παραγωγικότητας, το οποίο σε αντίθεση με τα λεγόμενα και γραφέντα για την
παραγωγικότητα των Ελλήνων εργαζομένων, στον κλάδο Τροφίμων και Ποτών η εγχώρια
παραγωγικότητα της εργασίας ξεπερνά τη μέση ευρωπαϊκή (κατά 3,2 Ευρώ ανά
εργαζόμενο).
Βλέπουμε λοιπόν,
ότι στον κλάδο έχουμε και μείωση μισθών (όπως συνέβηκε σε όλους τους μισθούς
στην Ελλάδα) αλλά και αύξηση της παραγωγικότητας, συνεπώς το κέρδος για τον
εργοδότη είναι διπλό.
Εν τούτοις, οι
μεγάλες επιχειρήσεις τη μείωση από το κόστος εργασίας δεν φαίνεται ότι τη
μετέφεραν στις τιμές τους σε αντίθεση με τις μικρομεσαίες που προέβησαν σε
μείωση τιμών. Όχι μόνο αυτό αλλά οι μισθολογικές μειώσεις συνέτειναν στη μείωση
της ζήτησης και στην παράταση της ύφεσης αντί της μείωσης των τιμών.
Καταλήγουμε
λοιπόν στο συμπέρασμα, ότι παρά τα λεγόμενα για απελευθέρωση της αγοράς και
αύξηση της ανταγωνιστικότητας, βλέπουμε μία ολιγοπωλιακή αγορά να διαμορφώνεται
στην Ελλάδα η οποία θα είναι σίγουρα εις βάρος όχι μόνο των μικρομεσαίων
επιχειρήσεων που κλείνουν διαρκώς αλλά κυρίως εις βάρος του καταναλωτή που θα
βλέπει τη συνολική του ευημερία να μειώνεται.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου