Οικονομικό Σπουδαστήρι

Οικονομικό Σπουδαστήρι
Γι'Αυτούς που Θέλουν Εξειδίκευση

Τετάρτη 21 Φεβρουαρίου 2018

Το Σαβουάρ Βιβρ της Τουαλέτας


Φωτεινή Μαστρογιάννη

«…εκφράζεται ένα αντι-κίνημα, που σε κάποιο μέλλον, θα καταργήσει αυτόν τον πραγματοποιημένο μηδενισμό»
 Φρήντριχ Νίτσε


Χαρακτηριστικό δείγμα του μηδενισμού, θεωρώ ότι είναι το παρακάτω απόσπασμα που διάβασα στο πολύ ενδιαφέρον βιβλίο του Ζαν-Κλωντ Μισεά «Τα μυστήρια της Αριστεράς» (σελ. 141).

«Στις 12 Ιουνίου 2012, το σουηδικό κόμμα της αριστεράς (που διαθέτει 22 βουλευτές στο σουηδικό κοινοβούλιο) κατέθεσε ενώπιον του γενικού συμβουλίου της κομητείας Σόρμλαντ-μέσω του τοπικού του σταρ, Βίγκο Χάνσεν- ένα νομοσχέδιο με στόχο να απαγορευτεί στο εξής, σε όλα τα «άτομα του ανδρικού φύλου», να ουρούν όρθια.  Το γεγονός- ασφαλώς αδιανόητο στον 21ο αιώνα- ότι δεν υπάρχει ακόμα σουηδικός νόμος που μπορεί να καθορίζει έναν τρόπο ούρησης που να μπορεί επιτέλους να είναι ο ίδιος για όλους  συνιστά, πράγματι – στα μάτια των οπαδών αυτού του κόμματος της άκρας αριστεράς -, μια σκανδαλώδη και ιδεολογικά απαράδεκτη διάκριση (και, συνακόλουθα, ο μοναδικός δημοκρατικός τρόπος ούρησης δεν θα μπορούσε , βεβαίως, να είναι εκείνος που επιβάλλει το αρσενικό πρότυπο)».


Η κίνηση αυτή της σουηδικής αριστεράς είναι στα πλαίσια της πολιτικής ορθότητας. Όσον αφορά το φύλο, αυτό θεωρείται κοινωνική κατηγορία δηλαδή διαμορφώνεται από το κοινωνικό πλαίσιο και ως εκ τούτου, μπορεί να αλλάξει χωρίς όμως να αποσαφηνίζεται πλήρως τι είναι ανδρικό φύλο και τι γυναικείο. Στη θεώρηση της σουηδικής αριστεράς παραβλέπεται η ανατομική διαφορά και η λειτουργία της όπως είναι στο παραπάνω παράδειγμα της ανδρικής ούρησης, η οποία θεωρείται ότι μπορεί με νόμο να αλλάξει (!). Προφανώς πρόκειται περί μίας πολύ μεγάλης διανοητικής σύγχυσης.

Γενικότερα, οι θεωρήσεις περί φύλου, σχέσεων, ερωτικών προτιμήσεων, εθνικής ταυτότητας, ιστορίας, γλώσσας, θρησκείας έχουν ενταχθεί στο πλαίσιο των ατομικών δικαιωμάτων. Με άλλα λόγια, το άτομο μπορεί να επιλέξει το τι είναι παραβλέποντας το όποιο κοινωνικό πλαίσιο το οποίο θεωρείται εξ ορισμού καταπιεστικό (ακόμα και εάν δεν είναι)  και ως τέτοιο πρέπει να αλλάξει ακόμα και με τη χρήση νομοθετικών ρυθμίσεων, παρά τη θέληση των ανθρώπων τους οποίους αφορά.

Το ενδιαφέρον και επικίνδυνο συνάμα είναι ότι όλα αυτά έχουν αποκλειστικά ως επίκεντρο το άτομο, παραβλέποντας τη σχέση του ατόμου με την κοινότητα, καταργώντας έτσι οποιαδήποτε έννοια συλλογικότητας. Συνεπώς, η επίκληση για τα ατομικά δικαιώματα υπακούει πλήρως στα κελεύσματα του οικονομικού φιλελευθερισμού στον οποίο τα πάντα αγοράζονται και πωλούνται με στόχο την ικανοποίηση του ατόμου και μόνον αυτού.

Εντυπωσιακό είναι επίσης ότι οι υπερασπιστές των ατομικών δικαιωμάτων, δεν υπερασπίζονται βασικά ανθρώπινα δικαιώματα όπως είναι το δικαίωμα στην εργασία,  και στην αξιοπρεπή διαβίωση. Δεν καταγγέλλουν την πλήρη εξαθλίωση του εργαζόμενου στο εργασιακό περιβάλλον, την υποαμειβόμενη ή καθόλου αμειβόμενη εργασία (όπως είναι η τάση στη χώρα μας τελευταίως), την παρενόχληση ψυχολογική και σωματική (η οποία μπορεί να προκαλείται και από γυναίκες σε γυναίκες και όχι μόνο από άντρες), τα ατυχήματα στον χώρο εργασίας, την ελλιπή εργονομία, τις κακές συγκοινωνίες που εξαναγκάζουν πολλούς εργαζόμενους να δαπανούν άνω των δύο ωρών ημερησίως για να μεταβούν στον χώρο εργασίας με όποιες συνέπειες μπορεί  η ταλαιπωρία αυτή να έχει στη σωματική και ψυχική τους υγεία κοκ. 


Υποστηρίζουν ακόμα τη μαζική μετανάστευση ολόκληρων πληθυσμών για εύρεση εργασίας γιατί δεν θέλουν να θέσουν τον δάκτυλον επί τον τύπον των ήλων που δεν είναι άλλο παρά η καταδίκη της αποτυχίας της φιλελεύθερης οικονομικής πολιτικής και η οποία ως αποτυχημένη πρέπει να αλλάξει. Δεν το κάνουν όμως γιατί θεωρούν τον οικονομικό φιλελευθερισμό μονόδρομο ή κάποιοι από αυτούς περιμένουν να πέσει ο καπιταλισμός ως ώριμο φρούτο για να δούμε άσπρη μέρα. Παρατηρούμε μία μάλλον θεοκρατική αντίληψη της οικονομίας, πολύ επικίνδυνη εάν όχι απλά αφελή.

Είναι επίσης εντυπωσιακό ότι ενώ υποστηρίζουν τα ατομικά δικαιώματα και τη διαφορετικότητα, δεν υποστηρίζουν την ατομική αξία. Κατ’αυτούς πρέπει να είναι όλοι όμοιοι και όχι ίσοι γιατί όπως προανέφερα το ίσοι προϋποθέτει και ριζική αλλαγή του οικονομικού μοντέλου κάτι που δεν εντάσσεται στην ατζέντα προβληματισμού τους.

Όσο για το όμοιοι αυτό είναι χαρακτηριστικό μάλλον ισοπεδωτικών και απολυταρχικών ιδεολογιών. Η ισοπέδωση αυτή αγνοεί το γεγονός ότι όλοι οι άνθρωποι είναι καλοί σε κάτι και δεν είναι απαραίτητο, αλλά δεν θα είχε και ενδιαφέρον, να είμαστε όλοι καλοί στο ίδιο αντικείμενο, ευτυχώς δεν είμαστε ακόμα ανθρωποειδή. Εάν κάποιος, για παράδειγμα, είναι άριστος στη Φυσική δεν σημαίνει ότι κάποιος που δεν του αρέσει η Φυσική πρέπει να αισθάνεται μειονεκτικά. Αντίθετα, μπορεί να είναι καλός π.χ. στη Λογοτεχνία. Όπως λένε και οι ψυχολόγοι, οφείλουμε να ενδυναμώσουμε τα καλά μας στοιχεία και όχι να μετατρέψουμε τα αρνητικά σε θετικά. Είναι πολύ προτιμότερο να γίνει κάποιος άριστος στη Λογοτεχνία που είναι η κλίση του παρά σε κάτι άλλο.  Είναι επίσης προφανές ότι και στους δύο πρέπει να παρέχουμε τις ίσες ευκαιρίες και από εκεί να μπορούν να επιλέξουν.

Με το να εξαναγκάσουμε τους ανθρώπους να γίνουν όμοιοι, δεν δεχόμαστε τη διαφορετικότητα της φύσης τους. 
Η διαφορετικότητα, για τους υπερασπιστές των ατομικών δικαιωμάτων,  είναι σεβαστή για ορισμένες μειονότητες και όχι για το σύνολο όπως π.χ. λαοί. Για παράδειγμα, οφείλουμε να σεβόμαστε τη διαφορετικότητα των ομοφυλόφιλων με βάση τη σεξουαλική τους προτίμηση. Πόσοι όμως ομοφυλόφιλοι θέλουν να τους σέβονται για τις σεξουαλικές τους προτιμήσεις και όχι για τις ικανότητές τους; Ένας ομοφυλόφιλος μπορεί να εργάζεται ως λογιστής και να θέλει να τον σεβόμαστε ως καλό επαγγελματία λογιστή και όχι ως ομοφυλόφιλο.  Είναι σίγουρο δε, ότι οι πελάτες του, τον έχουν επιλέξει για τις γνώσεις του ως λογιστή και όχι για τη σεξουαλική του προτίμηση. Δεν είναι τυχαίο λοιπόν ότι αρκετοί ομοφυλόφιλοι έχουν αντιδράσει στην ισοπεδωτική προσέγγιση των ατομικών δικαιωμάτων που φαίνεται ότι είναι κατά βάθος ρατσιστική σε αντίθεση με αυτά που με ηχηρό και αρκετές  φορές με βίαιο τρόπο υποστηρίζουν.

Οι υπερασπιστές των ατομικών δικαιωμάτων υποστηρίζουν και τα δικαιώματα των γυναικών ιδωμένα  από μία εξίσου περίεργη οπτική. Κατ’αρχάς, οι γυναίκες δεν αποτελούν μειοψηφία αλλά το μισό πληθυσμό του πλανήτη. Το να τις κατατάσσει κάποιος σε πλαίσια «μειοψηφίας» είναι μία αντιδραστική αντιμετώπιση. Ειδικότερα στο εξωτερικό, οι υπερασπιστές των ατομικών δικαιωμάτων, έχουν στραφεί σε έναν ακραίο φεμινισμό στρεφόμενοι κατά του λευκού άνδρα ως βασικού εκπρόσωπου της πατριαρχίας και αιτία σχεδόν όλων των δεινών π.χ. αποικιοκρατία κτλ.  

Η πατριαρχία, βέβαια, με την καταπιεστική για τις γυναίκες μορφή των προηγούμενων αιώνων, δεν υφίσταται, ωστόσο καταπίεση των γυναικών υφίσταται και δεν είναι αποτέλεσμα της κυριαρχίας του ανδρικού φύλου αλλά του ίδιου του κοινωνικοπολιτικοοικονομικού συστήματος. Η ασαφής αναφορά στην πατριαρχία δεν περιλαμβάνει όμως ζητήματα όπως είναι οι χαμηλότερες αμοιβές των γυναικών, οι χειρότερες θέσεις εργασίας, η έλλειψη νηπιακών σταθμών και σχολείων, ο υποβιβασμός της οικιακής εργασίας και φροντίδας των υπερήλικων μελών ως μη αμειβόμενης άρα και ως μη υφιστάμενης καπ. Δεν γίνεται επίσης καμία αναφορά στη δυσμενή θέση των γυναικών στις αναπτυσσόμενες χώρες όπου πολλές γυναίκες δεν έχουν πρόσβαση στην εκπαίδευση, υφίστανται κλειτοριδεκτομή, όπου η παραμικρή ένδειξη μη συμφωνίας με τον θρησκευτικό νόμο τιμωρείται διά λιθοβολισμού, κτλ. και υπεύθυνος γι’αυτά δεν είναι ο λευκός άντρας. 

Το ειρωνικό είναι ότι ειδικά στην τελευταία περίπτωση, οι καλοθρεμένοι και βολεμένοι δυτικοί, υποστηρίζουν ότι οι ίδιες οι γυναίκες πρέπει να πάρουν την κατάσταση στα χέρια τους αποδεικνύοντας έτσι την πλήρη έλλειψη κατανόησης του περιβάλλοντος των χωρών αυτών και έτσι νίπτουν απλώς υποκριτικά τας χείρας τους.


Φωτεινή Μαστρογιάννη
Το θέμα χρήζει περισσότερης ανάλυσης και επιφυλάσσομαι σε νεότερο κείμενο. Ωστόσο, κρούεται ο κώδωνας του κινδύνου. Η ανθρωπότητα βρίσκεται σε έναν κινούμενο βάλτο, έχουν χαθεί οι σταθερές που εκφράζονται μέσω των αξιών. Το ερώτημα είναι εάν θα ξαναβρεί τις αξίες της και ξεφύγει από τον μηδενισμό ή εάν θα παραδοθεί στην ενόρμηση του θανάτου.




 Προτεινόμενα αναγνώσματα

Ζαν-Κλωντ Μισεά. Τα μυστήρια της Αριστεράς. Από το ιδεώδες του Διαφωτισμού, στον θρίαμβο του απόλυτου Καπιταλισμού»,  Εναλλακτικές Εκδόσεις/ σειρά: Δοκίμιο 28.  
Φρήντριχ Νίτσε. Ο Ευρωπαϊκός Μηδενισμός. Ευθύνη. Αναλόγιο θ’.

Πέμπτη 15 Φεβρουαρίου 2018

Προπαγάνδα, Γκέμπελς Και Η Εποχή Μας


Φωτεινή Μαστρογιάννη

«Πολλοί δρόμοι οδηγούν στη βία ή στο μίσος: η αποθάρρυνση και η απώλεια ελπίδας, η αδράνεια και η απάθεια, η ανάπτυξη μιας πικρίας και μιας μνησικακίας που οδηγούν σε εκρήξεις βίας, όχι πάντα τις ίδιες ποιοτικά και στους τρόπους έκφρασης. Το τελικό αποτέλεσμα είναι μία διάχυτη δυσφορία που μπορεί να μετατραπεί σε ακραία βία».


Η προπαγάνδα έχει ως στόχο τη χειραγώγηση και είναι ένας από τους πολλούς δρόμους που έχουν οδηγήσει στη βία, στο μίσος και σε ακρότητες. Πατέρας της προπαγάνδας, κατά κάποιους,  θεωρείται ο Γκέμπελς.

Αποτέλεσμα εικόνας για goebbels photos

O Πάουλ Γιόζεφ Γκέμπελς ήταν Υπουργός Προπαγάνδας της Ναζιστικής Γερμανίας την περίοδο 1933-1945. Ο καθηγητής ψυχολογίας του Πανεπιστημίου Γιέηλ, Λέοναρντ Ντοομπ (Leonard Doob) το 1950, με βάση τα δημοσιευμένα αλλά και μη δημοσιευμένα αποσπάσματα του ημερολογίου του Γκέμπελς, συνόψισε τις βασικές αρχές του  Γκέμπελς για την προπαγάνδα. Οι αρχές αυτές μελετήθηκαν πολύ από τους ερευνητές επικοινωνίας αλλά και μέχρι σήμερα θεωρούνται εφαρμόσιμες ειδικότερα στον ψηφιακό κόσμο αλλά και στην πολιτική.

Σύμφωνα με τις αρχές αυτές, η προπαγάνδα θα πρέπει να εστιάζει σε ένα συγκεκριμένο εχθρό ενώ το μήνυμά της θα πρέπει να είναι απλό και να απευθύνεται στις μάζες και όχι στους διανοούμενους.  Θα πρέπει να χρησιμοποιούνται διακριτές εκφράσεις για τον εχθρό, οι οποίες θα περιέχουν λέξεις και σλόγκαν  που θα  προκαλούν τις επιθυμητές αντιδράσεις (επιθυμητές για τον προπαγανδιστή) από το πλήθος. Στη συνέχεια, αυτές οι λέξεις θα συνδεθούν με ένα γεγονός και πρέπει να είναι εύκολες για να μπορεί το πλήθος να τις απομνημονεύσει και να τις επαναλάβει με ευκολία. Ο προπαγανδιστής θα πρέπει επίσης να τις επαναλαμβάνει ξανά και ξανά αλλά μόνο στις κατάλληλες περιστάσεις.
Αποτέλεσμα εικόνας για photos propaganda
Το μήνυμα και οι εκφράσεις πρέπει να μεταδίδονται μέσω του κατάλληλου επικοινωνιακού μέσου και εξυπακούεται ότι πρέπει να προκαλούν την προσοχή του κοινού και να αποτελείται από γενικεύσεις στις οποίες οι περισσότεροι θα μπορούν να ταυτιστούν. Θα πρέπει επίσης να μεταδίδεται από άτομα με κύρος. Στις κατεχόμενες από τη ναζιστική Γερμανία χώρες ιδιαίτερη έμφαση δίνονταν στην απόκτηση των μέσων μαζικής ενημέρωσης από τις κατοχικές δυνάμεις. 

Στα γερμανικά μέσα μαζικής ενημέρωσης, ο Γκέμπελς είχε διαπιστώσει ότι οι Γερμανοί ήθελαν και ψυχαγωγία πέραν των προπαγανδιστικών μηνυμάτων (δεν είναι τυχαία στις μέρες μας, η χρήση όλων αυτών των ευτελών ψυχαγωγικών τηλεοπτικών εκπομπών). Στις εφημερίδες δεν ήταν αποτελεσματική η ευθεία χρήση προπαγάνδας μέσω κειμένων αλλά η προπαγάνδα πραγματοποιούνταν μέσω πλάγιων ειδήσεων.

Η μετάθεση είναι επίσης μία πολύ σημαντική αρχή της προπαγάνδας που χρησιμοποιείται στην πολιτική και δεν είναι άλλη παρά την κατηγορία του αντιπάλου για τα λάθη και τις ανεπάρκειές του. Προφανώς, δεν πρόκειται περί μίας ηθικής αρχής.

Αποτέλεσμα εικόνας για photos propagandaΗ άλλη αρχή είναι αυτή της υπερβολής και της πρόκλησης φόβου αλλά σε ένα «αποδεκτό» επίπεδο.  Κατά τον Γκέμπελς, ο χειρισμός του φόβου θέλει προσοχή. Ο μεγάλος φόβος προκαλεί πανικό και απώλεια ηθικού ενώ ο λίγος φόβος προκαλεί αυταρέσκεια και απάθεια. Ως εκ τούτου, η προπαγάνδα πρέπει να δημιουργεί και να δυναμώνει τον φόβο όσον αφορά τις συνέπειες της ήττας. Από την άλλη, πρέπει να μειώνει τον φόβο (εκτός αυτού που αφορά τις συνέπειες της ήττας), όταν δεν μπορούν να τον μειώσουν οι άνθρωποι από μόνοι τους.

Η αρχή της ανανέωσης, είναι κάτι που βιώνουμε συχνά και αφορά τον βομβαρδισμό με μηνύματα και πληροφόρηση τα οποία εμποδίζουν το άτομο να σκέπτεται. Όταν ο αντίπαλος/ εχθρός απαντήσει στα μηνύματα αυτά, τότε το κοινό δεν θα ενδιαφέρεται πλέον γιατί η προσοχή του θα έχει οδηγηθεί να στραφεί σε κάτι άλλο.

Μία άλλη αρχή είναι αυτή της αρέσκειας, που αφορά τη συνένωση αποσπασματικών πληροφοριών για τη δημιουργία μίας νέας ερμηνείας. Εάν δε αυτή η ένωση αποσπασματικών πληροφοριών μεταδίδεται από πολλές πηγές, τότε αποκτά από μόνη της υπόσταση και «ειδικό βάρος». Η αρχή αυτή θυμίζει αρκετά κάποιους μεταμοντέρνους ιστορικούς γιατί υποστηρίζει ότι δεν υπάρχουν γεγονότα παρά μόνο ερμηνείες αυτών ή ακόμα και τις ψευδείς ειδήσεις που διοχετεύονται από τα μέσα (fake news). 

Ο προπαγανδιστής είναι αυτός που λέει την αλήθεια (αρκεί αυτή να μην θίγει την αξιοπιστία του)  γι’αυτό και πρέπει να ελέγχει διεξοδικά αυτά που ισχυρίζεται ακόμα και εάν είναι ψέματα αρκεί να μην μπορούν να αποδειχθούν ως τέτοια ενώ ο εχθρός (κατά τον προπαγανδιστή) λέει πάντα ψέματα.  Εάν ο σκοπός της προπαγάνδας του εχθρού είναι η εκμαίευση μίας απάντησης, τότε η σιωπή είναι η καλύτερη λύση, ειδικά εάν δεν υπάρχουν ισχυρά αντεπιχειρήματα, ενώ εάν η προπαγάνδα του εχθρού περιέχει ψέματα τότε η αντίδραση θα είναι η άμεση απάντηση. Η σιωπή πρέπει να χρησιμοποιείται και όταν υπάρχουν αρνητικές ειδήσεις.

Η λογοκρισία αποτελεί, κατά τον Γκέμπελς, ουσιαστικό όπλο της προπαγάνδας, γιατί περιορίζει το υλικό που δρα εναντίον της. Η λογοκρισία δεν πρέπει όμως να ασκείται εμφανώς γιατί έτσι διακυβεύεται η αξιοπιστία του καθεστώτος. Το υλικό αυτό, εάν είναι δυνατόν, θα χρησιμοποιηθεί ως υλικό αντι-προπαγάνδας εναντίον του εχθρού.

Φωτεινή Μαστρογιάννη
Οι αρχές της προπαγάνδας εφαρμόζονται και σήμερα τόσο στο μάρκετινγκ όσο και στην πολιτική επικοινωνία. Ωστόσο, ειδικότερα στους πολύ δύσκολους καιρούς που ζούμε, θα πρέπει να θυμόμαστε και να μην ξεχνάμε τα λόγια του Βολταίρου «αυτοί που μπορούν να σε κάνουν να πιστέψεις απιθανότητες, είναι ικανοί να σε πείσουν να διαπράξεις φρικαλεότητες».

  
Προτεινόμενα αναγνώσματα

Claudine Haroche και Eugene Enriquez. Το σκοτεινό πρόσωπο των σύγχρονων δημοκρατιών. Εκδ. Νησίδες.
Leonard, W. Doob. Goebbel’s Principles of Propaganda Author(s). Διαθέσιμο στο:




Δευτέρα 5 Φεβρουαρίου 2018

Χρήστος Μαρσέλλος - Έχουμε Εγκλωβίσει την Πολιτική στην Οικονομία

Φωτεινή Μαστρογιάννη

Ο Χρήστος Μαρσέλλος έχει σπουδάσει φιλοσοφία στην Ελλάδα και στη Γαλλία, έχει γράψει άρθρα και μελέτες που θα δημοσιευτούν ή θα αναδημοσιευτούν κυρίως από τις εκδόσεις Περισπωμένη, και έχει μεταφράσει στα ελληνικά μια σειρά από βιβλία φιλοσοφίας. 




Φωτεινή Μαστρογιάννη: Στο επίμετρο του βιβλίου «Οικονομικές προοπτικές για τα εγγόνια μας» του John Maynard Keynes, αναφέρετε ότι ο Κέυνς δεν είχε προβλέψει το 1925 τις εκατόμβες που ετοιμάζει η θρησκεία της ηθικής. Ποιες είναι αυτές οι εκατόμβες;

Χρήστος Μαρσέλλος: Ως θρησκεία της ηθικής περιέγραφε ο Κέυνς τον κομμουνισμό, και αναφέρομαι βέβαια στα εκατομμύρια των θυμάτων που είχε κατά τη διάρκεια του εικοστού αιώνα το κομμουνιστικό πείραμα. Χωρίς να απαλλάσσει κανείς το «δυτικό» στρατόπεδο από τις δικές του ευθύνες, είναι ζήτημα τιμιότητας να αναγνωρίσει κανείς αυτή την πραγματικότητα, και είναι ζήτημα ευθύνης της σκέψης να αναζητήσει τα απώτερα αίτια, τα μη προφανή. 

Γράφω μάλιστα ότι ο αστικός κόσμος χρησιμοποίησε τις εκατόμβες του κομμουνιστικού ως άλλοθι για τις δικές του αβελτηρίες, αλλά συνέβη και το αντίθετο: οι τραγωδίες του κομμουνιστικού εξηγήθηκαν από την αντίσταση που προέβαλε ο αστικός κόσμος, από το δυσμενές περιβάλλον, χωρίς το οποίο θα είχαν γίνει όλα μέλι γάλα. Αυτά είναι και από τις δύο πλευρές δικαιολογίες, που δεν αφήνουν να σκεφτούμε σε βάθος, ενώ στο βάθος φαίνονται όλο και περισσότερο με το πέρασμα του χρόνου οι κοινές παραδοχές των δύο. 
Αυτές πρέπει να σκεφτούμε: την ασύνειδη ή ανομολόγητη επικράτηση του homo economicus, που δεν είναι ιδεολογική, δηλαδή δεν την κάνει κανείς παντιέρα για να συγκρουστεί στο όνομά της –αντιθέτως: οι μεν αρνούνται ότι υπηρετούν τον homo economicus ενώ συγχρόνως ορίζουν τον άνθρωπο ως εργασιακή δύναμη και οι δε, που μέχρι πρόσφατα υποστήριζαν τον homo economicus στο όνομα της ελευθερίας, τώρα ανακαλύπτουν ότι η ελευθερία είναι μια έννοια που δεν αντιστοιχεί σε τίποτα και ότι υπάρχει μόνο θέμα επιτυχημένου ή μη social engineering – και ισχυρίζονται ότι το δικό τους είναι απλώς πιο επιτυχημένο, ως πιο ευέλικτο.

ΦΜ: Γράφετε ότι ο homo economicus έχει απλώσει παντού τα πλοκάμια του. Ότι υπάρχει μόνο διαφήμιση ή αφάνεια του απλώς ιδιωτικού. Μπορείτε να μας το εξηγήσετε;

ΧΜ: Ο homo economicus εδώ με την πιο στενή και πιο προφανή έννοιά του, όχι αυτήν που υπαινίχτηκα παραπάνω. Συνειδητοποιώ ότι αυτή είναι μια πρόταση με την οποία κάθε τίμιος blogger θα πρέπει να αγανακτά, αφού η δραστηριότητά του προϋποθέτει την πίστη ότι τα πράγματα δεν μπορεί να είναι τόσο περίκλειστα. 

Και επειδή δεν είμαι καθόλου προφήτης, θα δεχόμουν κάλλιστα να συμμεριστώ την πίστη αυτή και να  μετριάσω την απόφανση. Περιγράφω απλώς μια τάση. Μια παλιά, βουδιστική νομίζω, διδασκαλία έλεγε ότι αν κλειστείς στο πιο απόμερο δωμάτιο του σπιτιού σου και σκεφτείς πολύ έντονα θα σε ακούσει όλος ο κόσμος. Εννοούσε όμως ότι θα σε ακούσει – εντέλει. Δηλαδή προϋπέθετε την ιστορία. 

Η τάση της εποχής μας είναι η αντίθετη. Είναι ανιστορική, και ίσως αυτό οφείλεται στη φύση των mass media. Σε ακούει κανείς από το δωμάτιό σου αν εκπέμπεις -- ήχο ή εικόνα, χωρίς να έχει καμιά σημασία αν σκέφτεσαι έντονα ή όχι. Αξίζει να θυμηθεί κανείς εδώ ότι για τον McLuhan ο αποφασιστικός λόγος για τον οποίο αυτά τα media λέγονται μαζικά δεν είναι το μέγεθος του κοινού στο οποίο απευθύνονται, αλλά το μέγεθος του κοινού στο οποίο απευθύνονται συγχρόνως. Ίσως χρειαστούν αιώνες για να συνειδητοποιηθεί τι συνέπειες έχει αυτή η επικράτηση της συγχρονικότητας. 

Βλέπουμε πάντως σήμερα τα πιο ιδιωτικά περιεχόμενα να γίνονται δημόσια και τα με αλλοτινά κριτήρια δημόσια, τα πιο πανανθρώπινα, να αποσιωπώνται, εκτός αν μπορούν να γίνουν μόδα, αν μπορούμε να τα πουλήσουμε ως αξεσουάρ του καλού hipster. Αλλά βέβαια έτσι αλλάζουν χαρακτήρα – αν μάλιστα σκεφτούμε και τη ρήση του Ουάιλντ ότι η μόδα είναι κάτι τόσο άσχημο που πρέπει να το αλλάζουμε κάθε πέντε μήνες.

Έτσι ο κόσμος μας μοιάζει να εξελίσσεται σύμφωνα με έναν αλγόριθμο της εξέλιξης όπου η βιωσιμότητα είναι η επαρκής οικονομική βάση, και βέβαια την μεγαλύτερη οικονομική βάση την έχει ό,τι απευθύνεται σε περισσότερους ανθρώπους συγχρόνως. Από κει και πέρα οι νόμοι της στατιστικής έχουν μοιραία το πάνω χέρι. Η κακή τηλεοπτική εκπομπή, ή η κακή εφημερίδα, διώχνει την καλή, όπως το κακό χρήμα διώχνει το καλό. Αλλά επειδή η ισορροπία του κόσμου μας είναι δυναμική, όπως αυτή της φύσης γενικότερα, υπάρχει πάντοτε μια ποικιλία αρκετή για να κρύβει από τα μάτια μας την τάση και να παρουσιάζει την κατάσταση ως σταθερή, ώστε κάποιοι να λένε: πάντα έτσι ήταν. 

Αυτό που κρύβεται είναι η επικράτηση του ανθρώπου που ο Μαρκούζε ονόμαζε μονοδιάστατο, ή ό,τι ο Καστοριάδης ονόμαζε « άνοδο της ασημαντότητας» -- που είναι με μια έννοια η άνοδος της ιδιωτικότητας, στους αντίποδες της ελληνικής αντίληψης για τα κοινά, αλλά όχι μόνο.

ΦΜ:  Ποια είναι η ελληνική αντίληψη για τα κοινά;

   XM: Είπα ότι η άνοδος της ιδιωτικότητας βρίσκεται στους αντίποδες της ελληνικής αντίληψης για τα κοινά, αλλά όχι μόνο, γιατί στην πραγματικότητα σήμερα προβάλλουμε πάνω στην κατανόηση του θέματος αυτού στοιχεία που προέρχονται από τις άλλες μας καταβολές, τις ιουδαιοχριστιανικές, με τρόπο που δεν συνειδητοποιούμε πόσο προβληματικός είναι. Έτσι κρατάμε βολικά ότι σε αντίθεση με τον ιδιώτη (που κατέληξε να σημαίνει τον βλάκα σε πολλές ευρωπαϊκές γλώσσες) ο πολίτης δεν ασχολείται με τον εαυτό του -- ασχολείται με τα κοινά. 
  
   Aλλά αυτό για τον αρχαίο δεν σημαίνει καμιά ανιδιοτέλεια – σημαίνει, ανάλογα και με τις εποχές, ότι φιλοδοξεί να διαπρέψει στα σημαντικά ζητήματα και να δοξαστεί,  ή σημαίνει ότι εννοεί να υπερασπιστεί τα συμφέροντά του, και τα συμφέροντα της ιδιαίτερης κοινότητάς του επίσης. Τα κοινά είναι λ.χ., για τους Αθηναίους, και το αν θα σταλεί στρατός να καταπνίξει την εξέγερση της Λέσβου, σφάζοντας τους άντρες και πουλώντας τα γυναικόπαιδα, ή αν ο Σωκράτης πρέπει να πιει το κώνειο γιατί πιστεύει σε θεούς άλλους από αυτούς στους οποίους πιστεύει η πόλη. Ο πολίτης, όπως θέλησε να τον αναβιώσει η Γαλλική επανάσταση, είχε ακόμα τέτοια διλήμματα, και αποφάσιζε αντίστοιχα να καταπνίξει την εξέγερση στη Vendée, ή να κηρύξει τη θρησκεία του Υπέρτατου όντος. 

   O Μαρξ μόνο, που δεν έμενε, και δικαίως, ικανοποιημένος με την ταύτιση αστού και πολίτη στην οποία κατέληξε η Γαλλική επανάσταση, σκέφτηκε τον πολίτη ως το ιδεατό (και ιδεολογικό) συμπλήρωμα του εγωιστή αστού, κάτι σαν μηχανισμό αναπλήρωσης. Γι’ αυτό στα νεανικά γραπτά του, τα φιλοσοφικά, το όραμα που τον καθοδηγεί είναι, πίσω από την άρση του διχασμού του ανθρώπου σε ιδιώτη αστό από τη μία και πολίτη, με μια ιδεατή μόνο κοινωνικότητα, από την άλλη -- η άρση του πολιτικού. 
   
   Το πολιτικό υπάρχει μόνο όσο δεν έχει πραγματωθεί η κοινωνική φύση του ανθρώπου. Ενώ διατηρείται εδώ ένας πυρήνας της ελληνικής αντίληψης, ότι ο άνθρωπος δεν πρέπει να είναι ιδιώτης, αλλά να ασχολείται με τα κοινά, το πλαίσιο είναι αλλαγμένο – αυτή η εγελιανή πραγμάτωση/κατάργηση του πολιτικού είναι κάτι αδιανόητο για τους Έλληνες, και οι καταβολές της είναι στην πραγματικότητα βιβλικές. Στηρίζεται συγχρόνως σε μια μονομερή ερμηνεία της ιστορίας, γιατί στην πραγματικότητα η νεότερη αστική κοινωνία/η κοινωνία των πολιτών (bürgerliche Gesellschaft) αναπτύχθηκε γύρω από τις θρησκευτικές διενέξεις στο όνομα της ελευθερίας της συνείδησης, και όχι απλώς ως έκφραση του οικονομικού εγωισμού του αστού/πολίτη. Γι’ αυτό άλλωστε για τον άθρησκο, δηλαδή αφανάτιστο, Κέυνς, που είναι προϊόν αυτής ακριβώς της ιστορικής εξέλιξης, ο προλετάριος εκπροσωπεί ένα νέο βαρβαρισμό, και όχι το μέσο για να πραγματωθεί η ουσία του ανθρώπου.  Αλλά και ο Κέυνς. ενώ φαντάζεται την ελευθερία με τρόπο που να θυμίζει την ελευθερία του πολίτη από την ανάγκη, στην πραγματικότητα προβάλλει πάνω της νεότερα στοιχεία: ο Έλληνας της «δημοκρατικής» εποχής δεν είχε κάποια ατομική ελευθερία, η ελευθερία του δεν ήταν εσωτερική, ήταν πολιτική – δεν είχε το «νομικό» καθεστώς του δούλου --  και ήταν ταγμένη στην εξυπηρέτηση της κοινωνικής νόρμας. 

 ΦΜ: Ποιος είναι ο νέος βαρβαρισμός που εκπροσωπεί ο προλετάριος;

   
Χρήστος Μαρσέλλος
XM :
Ο Κέυνς φοβόταν ότι ο προλετάριος ερχόταν να σβήσει με μια μονοκοντυλιά όλες τις κατακτήσεις του μέχρι τότε πολιτισμού. Πόσο έντονη ήταν την εποχή εκείνη η αίσθηση ότι δημιουργούνταν ένας νέος άνθρωπος μπορούμε να το δούμε και από την ανάποδη, λ.χ. στο δοκίμιο « Ο εργάτης» του
Ernst Jünger που, εκείνος, συναινούσε στο «νέο άνθρωπο», όπως και ο κομμουνισμός της εποχής του, αν και από άλλες αφετηρίες. 
   
   Αυτό που υπερασπίζεται ο Κέυνς περιέχει πολλή συμβατικότητα, και δεν είναι από κάθε άποψη άξιο υπεράσπισης. Αλλά και ο Jünger μάλλον μετάνιωσε αργότερα για τις αρχικές του θέσεις, ενώ και ο κομμουνισμός, από αρνητής της παράδοσης, κατέληξε συντηρητής της – όταν στο δυτικό κόσμο ανθούσε η ροκ μουσική, στον ανατολικό ανθούσαν τα ωδεία κλασικής μουσικής. Το αποτέλεσμα είναι σήμερα να έχει αμβλυνθεί η αίσθηση του κινδύνου της απαξίωσης του «πολιτισμού», να τείνει μάλιστα να εξαφανιστεί εντελώς μέσα στο γενικευμένο κουλτουραλισμό που επικρατεί. 

   Αν ήθελα να πω ποιο είναι το πραγματικό διακύβευμα που δεν φέρνουν ικανοποιητικά στο φως ούτε ο φόβος του Κέυνς, ούτε η προσδοκία του Jünger ή του αρχικού κομμουνισμού,  θα ρωτούσα αν δεν υπάρχει ο κίνδυνος να φτάσουμε σε μια κατάσταση όπου να μην υπάρχει κανείς για τον οποίο να έχει νόημα το ερώτημα: αν μωρανθή το άλας της γης, τίνι αλισθήσεται;
   
    ΦΜ: Γράφετε, πολύ εύστοχα ομολογώ, ότι «η ηθική γίνεται αισθητική των ιδιωτικών επιλογών και τέχνη του βίου, ενώ η πολιτική παύει να είναι πολιτική για να γίνει η δυναμική διαχείριση της πληθύος των ιδιωτών». Μπορείτε να μας δώσετε κάποια παραδείγματα;

    XM:Οι διατυπώσεις αυτές προσπαθούν να δώσουν μια πρώτη περιγραφή του homo economicus, ή, αν θέλετε, της κατάστασης στην οποία το άλας της γης τείνει να μωρανθεί, και όπου οι λέξεις διατηρούνται αλλά χάνουν το περιεχόμενό τους, ή, αν θέλετε, τη γεύση τους. 
   
   Δεν υπάρχει ηθική αν κατά βάθος πιστεύουμε ότι ο άνθρωπος είναι προϊόν συνθηκών, ότι δεν υπάρχει ελευθερία, ότι δεν υπάρχει Δέον κλπ. Εκείνο που μένει είναι ότι κάποιος είναι ευχαριστημένος με τον εαυτό του γιατί κάνει την τάδε επιλογή, κάποιος άλλος επειδή κάνει την δείνα. Όλο το ζήτημα είναι πώς να περάσει κανείς ευχαριστημένος τη ζωή που του έχει δοθεί και το μόνο ηθικό είναι να μην εμποδίζει τους άλλους να κάνουν το ίδιο, οπότε με μια έννοια δεν υπάρχει ηθική και με μια έννοια ονομάζεται ηθικό ένα ζήτημα που στην πραγματικότητα είναι πολιτικό.
   
    Η πολιτική αντιστοίχως γίνεται διαχείριση πληθυσμών, γιατί δεν μπορεί να υπάρχει πολιτική εκεί που δεν υπάρχει πολίτης (αφού δεν υπάρχει ελευθερία, ενώ και η απλώς πολιτική έννοια της ελευθερίας, προϋποθέτει, έστω χωρίς να την θεματοποιεί, μια πρωταρχικότερη) αλλά μόνο αποτελεσματικό social engineering. Η πολιτική γίνεται λοιπόν διαχείριση πληθυσμών πρώτα πρώτα με την εντελώς πρακτική έννοια, πώς θα μοιραστούν οι πρώτες ύλες, η ενέργεια κλπ., όχι με καμιά απόλυτη δικαιοσύνη, αλλά με μια ελάχιστη, ώστε να αποφεύγονται τουλάχιστον οι, πραγματιστικά ασύμφορες, εξεγέρσεις των πληθυσμών -- αλλά και με την έννοια της διαχείρισης της κοινής γνώμης. Γι’ αυτό οι πολιτικοί παρακολουθούν πια τις δημοσκοπήσεις ώστε να προσαρμόζονται στην κοινή γνώμη, ή φτιάχνουν τις δικές τους προκειμένου να την επηρεάσουν, ή να παρουσιάσουν μια πλαστή κοινή γνώμη – υπάρχει απλώς διαχείριση της εξουσίας, και η πάλη των ιδεών, που άλλοτε ήταν πραγματική, σήμερα επαναλαμβάνεται απλώς προσχηματικά.

    ΦΜ:  Αναφέρετε ότι οι δυτικές κοινωνίες έχουν τύψεις για τα προνόμιά τους αλλά καμιά επιθυμία να μοιραστούν τα κεκτημένα τους. Μιλάμε λοιπόν για κοινωνίες υποκρισίας και ενοχικές. Πού μπορεί να οδηγήσει κάτι τέτοιο;

   XM: Υπήρξαν κοινωνίες του παρελθόντος που ήταν πολύ πιο σκληρές από τις δυτικές, χωρίς να αισθάνονται γι’ αυτό καμία ενοχή. Η πολιτική δεν θεωρούσε πάντα ότι η ηθική την δεσμεύει. Το θεωρεί κυρίως από τη Βίβλο και μετά – γι’  αυτό έχει ακόμα νόημα όταν ονομάζουμε τον πολιτισμό μας ιουδαιοχριστιανικό. 

    Η ενοχικότητα των δυτικών κοινωνιών δείχνει με μια έννοια ότι δεν μπορούν να ζήσουν με τον εγωισμό του φυσικού ανθρώπου, αλλά συγχρόνως δεν τον έχουν ξεπεράσει αρκετά. Αυτό είναι αναμενόμενο γιατί το αίτημα της υπέρβασης της φυσικότητας είναι ηθικό και δεν παρακολουθείται μηχανικά από μια ολόκληρη κοινωνία. Οι μηχανισμοί μπορούν να καθορίσουν μόνο τι είναι θεμιτό να αποσιωπάται – από δω η υποκρισία – και να ελέγξουν τις συμπεριφορές, όχι όμως τη συνείδηση – από εδώ η ενοχικότητα. Κοινωνιολογικά βέβαια, η υποκρισία και η ενοχικότητα φτιάχνουν κοινωνίες ευάλωτες.

Φωτεινή Μαστρογιάννη
    ΦΜ:Γιατί η οικονομία έχει αναβιβαστεί σε πολιτική;

ΧΜ:Προσπάθησα, στο Επίμετρο που ήταν η ταπεινή αφορμή των ερωτήσεών σας, να δείξω, ακροθιγώς και πολύ πρόχειρα, βέβαια, καταφεύγοντας σε ένα κλασικό δοκίμιο του Friedman, γιατί η προσδοκία του Κέυνς ότι στο μέλλον θα φτάναμε να βλέπουμε τον οικονομολόγο σαν έναν απλό ειδικό, έναν οδοντίατρο λ.χ., (οπότε η οικονομία θα περιοριζόταν σε αυτό που ήταν για τους αρχαίους η χρηματιστική) ήταν έωλη. Αλλά επιφυλάσσομαι να δείξω σε μελλοντικές δημοσιεύσεις (ο εκδότης μου έχει ήδη ανακοινώσει τη δημοσίευση ενός τόμου με τίτλο: Πολιτικά απολιτικά) ότι υπάρχει κάτι σαν νόμος που λέει ότι όσο περισσότερα είναι τα απολιτικά στοιχεία, τόσο περισσότερα είναι τα πολιτικά, και αντιστρόφως. Η εποχή μας, κηρύσσοντας ότι όλα είναι πολιτικά, στην πραγματικότητα ανήγαγε τα πολιτικά σε οικονομικά, στρώνοντας τον δρόμο για τον homo economicus, ακόμα και εκεί που νομίζει ότι τον αρνείται. Επομένως η απάντησή μου στο ερώτημά σας είναι διπλή: από τη μία, η οικονομία είναι από τη φύση της πολιτική, και από την άλλη έχουμε οι ίδιοι, χωρίς να το συνειδητοποιούμε, εγκλωβίσει την πολιτική στην οικονομία.

ΦΜ: Ποια θεωρείτε ότι θα είναι η θέση της Ελλάδας στο σημερινό παγκοσμιοποιημένο σύστημα;

XM: Η επικράτηση του homo economicus σημαίνει ότι οι άνθρωποι δεν έχουν πια συνείδηση κάποιας «πνευματικής» αποστολής. 

Είναι Έλληνας κανείς γιατί «έτυχε» να γεννηθεί από Έλληνες γονείς (jus sangunis), ή, γιατί «έτυχε» να γεννηθεί εδώ (jus soli); 

Το κυριότερο σήμερα δεν είναι το ποιο από τα δύο ενδεχόμενα επικρατεί -- στο παρελθόν έδωσαν το «πολιτισμικό» και το «πολιτικό» έθνος αντίστοιχα– το κυριότερο είναι ότι δεν υπάρχει πλέον η συναίσθηση ότι η «τυχαιότητα» πρέπει να αναληφθεί και να μεταπλαστεί σε μοίρα – με ένα «πρέπει» που εξηγείται από το ότι μπορώ  να αλλάξω τον εαυτό μου αλλά δεν μπορώ να αλλάξω εαυτό. 

Στη μίνιμουμ εκδοχή τους οι «εαυτοί» είναι εναλλάξιμοι – στην πραγματικότητα δεν είναι εαυτοί, αλλά καθορισμένες θέσεις μέσα στο σύστημα του πραγματικού.  

Η εναλλαξιμότητά τους έχει όμως ένα φυσικό όριο: τη γλώσσα. Μπορεί ως Έλληνας να μην ξέρεις γιατί «πρέπει» να είσαι Έλληνας και όχι Αμερικανός ή Πακιστανός, θα συναντήσεις όμως κάποια στιγμή, αργά ή γρήγορα, το φυσικό όριο που είναι η γλώσσα. Αν δεν μιλάς αμερικάνικα ή πακιστανικά, θα είσαι στην Αμερική ή το Πακιστάν πολίτης δεύτερης κατηγορίας, που μοιραία σε μήκος χρόνου θα αφομοιωθεί και θα εξαφανιστεί. 

Αυτό θα συμβεί αύριο στον συγχρονικά παγκοσμιοποιημένο κόσμο, στη γλώσσα του οποίου θα πρέπει να εκφραστείς. Ο συγχρονικά παγκοσμιοποιημένος κόσμος αμβλύνει την αίσθηση του κινδύνου λέγοντάς σου ότι το μόνο αναγκαίο είναι να μπορείς να «συνεννοηθείς»,  κατεβάζοντας δηλαδή τη γλώσσα στην μίνιμουμ εκδοχή της που ταιριάζει στους μίνιμουμ εαυτούς που του χρειάζεται να δημιουργήσει -- αλλά για κάποιους και η «συνεννόηση» αυτή φαντάζει αδύνατη.   

Έτσι στο άλλο άκρο από τον homo economicus αναπτύσσεται ένα ένστικτο πρωτόγονης αυτοσυντήρησης, για το οποίο όλα τα επιτεύγματα του παρελθόντος μας γίνονται επιχειρήματα επιβίωσης. Αλλά αυτό είναι απλώς ένας άλλος τρόπος να τα προδώσεις, η άλλη όψη της επικράτησης του homo economicus

Κινούμαστε σήμερα ανάμεσα στα δύο άκρα, του πολιτισμικά άχρωμου,άοσμου και άγευστου homo economicus (που μπορεί κάλλιστα να μην έχει καθόλου συνείδηση ότι είναι τέτοιος) και ενός αταβιστικού εθνικισμού καθηλωμένου στο επίπεδο της απλής επιβίωσης. 

Όσο η διαμάχη δεν λήγει αλλά παρατείνεται μέσα στο χρόνο, υπάρχει βέβαια η ελπίδα ότι μπορεί να  προκύψει η γνήσια δημιουργία μέσα από την οποία το ελληνικό στοιχείο θα συνεχιστεί οργανικά, αλλά θα πρέπει να προκύψει μέσα σε αντίξοες συνθήκες, αφού η ηγεμονία του homo economicus δεν φαίνεται έτοιμη να κλονιστεί.

ΦΜ: Σας ευχαριστώ πολύ!

Πέμπτη 1 Φεβρουαρίου 2018

Μακεδονικό και η Πολιτική του Οίκτου


Φωτεινή Μαστρογιάννη

Έχει δημιουργηθεί πλέον και Μακεδονικό ζήτημα. Οι αναλύσεις εστιάζουν,και δικαιολογημένα, στην ιστορική και γεωοικονομική πλευρά, η επικοινωνιακή πλευρά όμως έχει παραληφθεί και σε αυτό το κείμενο θα προσπαθήσω να κάνω μία μικρή προσέγγιση.

Θεωρώ ότι είναι προφανές η ύπαρξη μίας συντονισμένης επικοινωνιακής εκστρατείας η οποία σχεδιάζεται από επαγγελματίες επικοινωνιολόγους. Η επικοινωνιακή αυτή εκστρατεία, τελευταία, έχει χρησιμοποιήσει την πολιτική του οίκτου.



Η πολιτική του οίκτου διακρίνει αυτούς που υποφέρουν από αυτούς που δεν υποφέρουν και εστιάζει στην παρατήρηση του αδύναμου, αυτού που δηλαδή υποφέρει από αυτούς που δεν υποφέρουν. 

Η πολιτική του οίκτου δεν εξετάζει τις αιτίες πρόκλησης της δυστυχίας και εάν αυτή είναι δικαιολογημένη.  Για την πολιτική του οίκτου, προτεραιότητα έχει να δοθεί μία λύση στο πρόβλημα μέσω συγκεκριμένων πράξεων ανεξάρτητα από την απονομή δικαιοσύνης.  

Στην περίπτωση του Μακεδονικού, παρατηρούμε ένα πρόσφατο αφήγημα, σύμφωνα με το οποίο η Ελλάδα (ο ευτυχής) πρέπει να βοηθήσει τον δυστυχή (Σκόπια) που είναι ένα «μικρό και αδύναμο κράτος το οποίο δεν θα μπορεί να επιβιώσει χωρίς τη βοήθεια της Ελλάδας».

Στην πολιτική του οίκτου υπάρχουν οι ευτυχείς και οι δυστυχείς και η δικαιοσύνη δεν παίζει κανένα ρόλο αλλά είναι θέμα τύχης. Για να ανατρέξω στο προηγούμενο παράδειγμα, δεν εξετάζεται ποιος είναι ο πραγματικά ευτυχής και ποιος ο πραγματικά δυστυχής. Για παράδειγμα, αγνοείται πλήρως η ελληνική ιστορία και η συστηματική απώλεια των εδαφών της όπως και ο επικίνδυνος αλυτρωτισμός του δυστυχή (Σκοπίων). Δεν αναλύεται επίσης το κατά πόσο η Ελλάδα είναι ευτυχής, η οποία πέραν των διαρκών ακρωτηριασμών της βιώνει και μία σοβαρότατη οικονομική κρίση που έχει διώξει τον νεότερο και πιο ταλαντούχο πληθυσμό της και η οποία προκαλεί υπογεννητικότητα που οδηγεί στον εθνικό αφανισμό. Η «ευτυχής» λοιπόν Ελλάδα πρέπει ως τέτοια να παραχωρεί διαρκώς από οικονομική βοήθεια μέχρι εδαφικές παραχωρήσεις ενώ οι «δυστυχείς» δικαιολογούνται ως τέτοιοι να είναι επιθετικοί και διεκδικητικοί (!) εις βάρος της Ελλάδας.

Ο Μπολτάνσκι (Boltanski) αποκαλεί «κρίση του οίκτου» την κρίση μίας  συγκεκριμένης αντίληψης της πολιτικής, όπου η δικαιολόγηση της δημόσιας δράσης στο όνομα της παγκόσμιας ηθικής πραγματοποιείται με την προσφυγή σε ένα διάλογο για τον οίκτο με συναισθηματικό προσανατολισμό. Η δημόσια δράση σε αυτή την περίπτωση είναι η άμεση και άτακτη υποχώρηση της Ελλάδας όσον αφορά το Μακεδονικό και βασίζεται, θα τολμούσα να πω, σε μία στρεβλή ερμηνεία της παραβολής του Καλού Σαμαρείτη.  

Η επικοινωνιακή εκστρατεία πειθούς των Ελλήνων (για την εφαρμογή της πολιτικής του οίκτου), με τη χρήση ανυπόστατων  ύβρεων βλ. φασίστες, ακροδεξιοί κτλ. είχε ως στόχο την πρόκληση σοκ μέσω της δημιουργίας εσωτερικής ενοχής

Φωτεινή Μαστρογιάννη
Ωστόσο, το μεγαλειώδες συλλαλητήριο της Θεσσαλονίκης και το ακόμα μεγαλύτερο που αναμένεται στην Αθήνα, δείχνει ότι η εκστρατεία αυτή έχει αποτύχει γιατί πιθανόν έχει προκληθεί το «φαινόμενο μπούμερανγκ» με άλλα λόγια, ο ελληνικός λαός έχει κουραστεί από τον συνεχή βομβαρδισμό μηνυμάτων υποτίμησής του και δεν μειώνει τη δυναμική του αντίδραση, αντίθετα την αυξάνει, κάτι που πολύ πιθανόν θα έχει και άλλες δυσάρεστες προεκτάσεις για το πολιτικό σύστημα.