Οικονομικό Σπουδαστήρι

Οικονομικό Σπουδαστήρι
Γι'Αυτούς που Θέλουν Εξειδίκευση

Σάββατο 24 Οκτωβρίου 2015

Ελληνικό Χρέος και Διεθνή Λογιστικά Πρότυπα Δημοσίου Τομέα - Πώς οι σύγχρονες λογιστικές πρακτικές μπορούν να μειώσουν το χρέος της Ελλάδας

        

Δυστυχώς σε τοπικό επίπεδο, η συζήτηση για το Ελληνικό χρέος περιορίζεται αποκλειστικά στη μακροοικονομική διάσταση και οι αναφορές για τη λογιστική παρακολούθησή του είναι σχεδόν ανύπαρκτες ενώ σε παγκόσμιο επίπεδο έχουν γίνει αντίστοιχες συζητήσεις οι οποίες όμως δεν φαίνεται να προβληματίζουν το Ελληνικό οικονομικό επιτελείο.
Η Ελληνική κυβέρνηση είχε εξαγγείλει (2/6/2015) την υιοθέτηση των Διεθνών Λογιστικών Προτύπων για το Δημόσιο Τομέα (IPSAS) η οποία όμως δεν έχει προχωρήσει μέχρι στιγμής όπως άλλωστε δεν έχει προχωρήσει καμία ουσιαστική αλλαγή στην αναδιοργάνωση, προς το καλύτερο, του δημοσίου τομέα.
Η όλη συζήτηση για το ελληνικό χρέος έχει επικεντρωθεί στο εάν είναι βιώσιμο ή όχι καθώς και για μέτρα ελάφρυνσής του μέσω π.χ. μείωσης των επιτοκίων κτλ.
Στον χώρο της διεθνούς λογιστικής το θέμα το οποίο συζητάται ευρύτερα είναι ο βαθμός στον οποίο οι κυβερνήσεις ακολουθούν ορθές πρακτικές για την παρακολούθηση των υποχρεώσεών τους και το ότι θα πρέπει να υιοθετήσουν λογιστικές παρακολούθησης που να προσομοιάζουν με αυτές του ιδιωτικού τομέα.
Όσον  αφορά τα χρέη των κρατών αυτά υπολογίζονται στην ονομαστική τους αξία ανεξάρτητα από την αξία που θα έχουν στο μέλλον και χωρίς να συνυπολογισθεί το επιτόκιο. Αυτά συμβαίνουν λόγω της συνθήκης του Μάαστριχτ που δίνει τον αντίστοιχο ορισμό για το χρέος δηλαδή ο υπολογισμός των χρεών στην ονομαστική τους αξία.
Η χρήση των Διεθνών Λογιστικών Προτύπων για το Δημόσιο Τομέα που είναι αντίστοιχα με τα Διεθνή Λογιστικά Πρότυπα που χρησιμοποιούνται στον ιδιωτικό τομέα. Σύμφωνα με τα Πρότυπα αυτά, ο υπολογισμός του χρέους δεν θα γίνεται με βάση την ονομαστική αξία των υποχρεώσεων αλλά θα προεξοφλείται διαχρονικά με τη χρήση επιτοκίων της αγοράς.
Συνεπώς το χρέος της Ελλάδας που ανέρχεται στο 178,6% του ΑΕΠ θεωρείται από όλο και περισσότερους ειδικούς ότι ως νούμερο δεν είναι σωστό γιατί βασίζεται στην ονομαστική αξία του χρέους.  Σύμφωνα με το Institute of International Finance (IIF, 2015): “η μέτρηση της βιωσιμότητας του χρέους ως ποσοστό του ονομαστικού χρέους ως προς το ΑΕΠ είναι ιδιαίτερα απλοϊκή για να χρησιμεύσει ως εργαλείο των πολιτικών προσαρμογής. Η σύνθεση και η δομή του χρέους ποικίλλει ανάλογα με: την ωριμότητα (μακροπρόθεσμη ή βραχυπρόθεσμη/μεσοπρόθεσμη), το κόστος των επιτοκίων καθώς και την ύπαρξη περιόδων χάριτος». Αλλά ούτε όμως και το ΔΝΤ χρησιμοποιεί την ονομαστική αξία του χρέους όταν υπολογίζει τη βιωσιμότητά του.
Μελέτες όπως αυτή των Japonica Partners για την Ελλάδα (τέλη του έτους 2013) υπολογίζουν το χρέος της Ελλάδας για την ίδια περίοδο να ανέρχεται στο 68% και το καθαρό χρέος μόνο στο 18%.
Κάτι τέτοιο υπολογίζεται με τη χρήση των Διεθνών Λογιστικών Προτύπων του Δημοσίου Τομέα τα οποία χρησιμοποιούνται σε πολλές αναπτυγμένες χώρες με βάση την αρχή των δεδουλευμένων, σύμφωνα με την οποία η επίπτωση των συναλλαγών στις χρηματοοικονομικές καταστάσεις αναγνωρίζονται όταν συμβαίνουν και όχι όταν εισπράττονται ή καταβάλλονται μετρητά.
Σύμφωνα με τον Πωλ Καζαριάν (2014) ο τρόπος που τηρείται το δημόσιο λογιστικό στην Ελλάδα δεν δείχνει την εύλογη αξία η οποία να βασίζεται στην παρούσα αξία της προεξόφλησης των μελλοντικών ταμειακών ροών. Για τους μη γνώστες, η εύλογη αξία είναι «το ποσό με το οποίο ένα στοιχείο του Ενεργητικού ή θα μπορούσε να ανταλλαχθεί ή ένα στοιχείο των Υποχρεώσεων να διακανονισθεί μεταξύ των μερών που ενεργούν ενσυνείδητα και με τη θέλησή τους στα πλαίσια μιας συναλλαγής που γίνεται με τους συνήθεις όρους της αγοράς» (Πρωτοψάλτης & Βουστούρης, 2002). Ο Καζαριάν (2014) συνεχίζει λέγοντας ότι το Ελληνικό χρέος έχει λογιστικοποιηθεί στο ποσό που οφείλεται κατά τη λήξη δηλαδή θεωρώντας ότι π.χ. ένα Ευρώ στο μέλλον θα κοστίζει όσο ένα Ευρώ με σημερινές τιμές ενώ ως γνωστόν, λόγω του πληθωρισμού, άλλη αξία έχει ένα Ευρώ σήμερα και άλλη στο μέλλον που θα έχει διαβρωθεί από τον πληθωρισμό.
Θεωρεί ότι είναι λάθος η λογιστική αξία του χρέους να είναι πάντα ίση με το οφειλόμενο ποσό στη λήξη. Στο σημείο αυτό να εξηγήσουμε ότι σύμφωνα με το ΔΛΠ 16 «Λογιστική αξία είναι το ποσό στο οποίο ένα περιουσιακό στοιχείο αναγνωρίζεται, μετά την αφαίρεση οποιωνδήποτε σωρευμένων αποσβέσεών και σωρευμένων ζημιών απομείωσης».Η λογιστική αξία πρέπει να είναι ίση με την εύλογη η οποία, όπως προαναφέρθηκε, είναι η τρέχουσα αξία της προεξόφλησης των μελλοντικών ταμειακών ροών χρησιμοποιώντας ως προεξοφλητικό επιτόκιο το επιτόκιο της αγοράς που αντιστοιχεί για παρόμοιο κίνδυνο.



Η χρήση των Διεθνών Λογιστικών Προτύπων Δημοσίου Τομέα θα βοηθήσει τόσο την Ελλάδα όσο και τους Δανειστές να υπολογίζουν σε πραγματικά μεγέθη και όχι να επιβαρύνουν τους λαούς όπως γίνεται μέχρι σήμερα. Θα δοθεί προσοχή και στο πραγματικό πρόβλημα της Ελλάδας που δεν είναι η φερεγγυότητα, παρά την ξένη προπαγάνδα εναντίον της Ελλάδας, αλλά είναι το πρόβλημα ρευστότητας, στο οποίο βέβαια εμπλέκεται και το πρόβλημα του Ευρώ όπως έχω ξανα αναφέρει σε άλλα μου άρθρα αλλά εδώ θα περιοριστώ μόνο στη λογιστική διάσταση. Έτσι θα δοθεί μία τελείως διαφορετική λύση στο Ελληνικό πρόβλημα.
Η χρήση όμως των Διεθνών Λογιστικών Προτύπων Δημοσίου Τομέα θα βοηθήσει την κυβέρνηση να μπορεί να λαμβάνει αποφάσεις μετρώντας την πραγματική επίδραση στο καθαρό χρέος και στην καθαρά θέση και ως εκ τούτου  να μην λαμβάνονται αποφάσεις που δεν έχουν αναλυθεί με τον κατάλληλο τρόπο.
Παράλληλα, μέσω της διαφάνειας που εγγυώνται τα Πρότυπα η Ελλάδα θα μπορέσει να ξανακερδίσει την αξιοπιστία της στο διεθνές περιβάλλον.
Ως εκ τούτου, η άμεση εφαρμογή τους στον Ελληνικό Δημόσιο Τομέα καθίσταται επιτακτική και είναι απορίας άξιον γιατί οι Ελληνικές κυβερνήσεις έχουν τόσο τραγικά καθυστερήσει. Φυσικά θα πρέπει όμως να αλλάξει και ο υπολογισμός του χρέους όπως έχει οριστεί από τη συνθήκη του Μάαστριχτ το οποίο μπορεί να γίνει με ομόφωνη απόφαση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου κάτι που δεν φαίνεται πιθανό.

Φωτεινή Μαστρογιάννη
Οικονομολόγος, Καθηγήτρια ΜΒΑ

  

Βιβλιογραφία

Institute of International Finance (2015). Capital Markets Monitor Key Issues. July/August 2015. Διαθέσιμο από τον Παγκόσμιο Ιστό:
<https://www.iif.com/sites/default/files/general/cmm_jul15_ki.pdf>, Πρόσβαση [21 Οκτωβρίου 2015]

 Japonica Partners (2014). Greece’s Huge Competitive Advantage. Διαθέσιμο από τον Παγκόσμιο Ιστό: http://www.eneiset.gr/files/sel/kazarian%20ppt.pdf, Πρόσβαση [22 Οκτωβρίου 2015]

Kazarian, P., Washington, S., Ball, I. (2014). Τι μπορούν να διδάξουν τα Ελληνικά λογιστικά δεινά στην Ασία. Διαθέσιμο από τον Παγκόσμιο Ιστό:

Μαστρογιάννη, Φ. (2015). Δημόσιο Λογιστικό και Προϋπολογισμοί, εκδ. Αρναούτη.


Πρωτοψάλτης, Ν. – Βρουστούρης, Π. (2002). Διεθνή Λογιστικά Πρότυπα και Διερμηνείες, εκδ. Σταμούλη.

Κυριακή 18 Οκτωβρίου 2015

Ευημερία και Κοινωνική Ανισότητα στην Ελλάδα της Οικονομικής Κρίσης– Διαχρονική Εξέλιξη


"ότι ελεύθερος και εις ένα δημοκρατικό καθεστώς δεν δύναται να θεωρηθεί ούτε ο ενδεής, ούτε ο άνεργος. Ελεύθερος είναι εκείνος ο οποίος απολαμβάνει των βασικών ελευθεριών, αλλά ταυτόχρονα έχει εξασφαλίσει κάποιαν ιδιοκτησίαν, επαρκές εισόδημα δια να ικανοποιήσει τας βασικάς του ανάγκας και είναι απηλλαγμένος από τον φόβον της ανεργίας". Ξενοφών Ζολώτας (1952)


Συνηθίζεται να χρησιμοποιούμε ως  δείκτη του επιπέδου ευημερίας μιας χώρας ,το κατά κεφαλή εισόδημα. Αυτός ο δείκτης, όμως, είναι προβληματικός γιατί δεν δείχνει την κατανομή του εισοδήματος μεταξύ των ατόμων. Υπάρχει μία σχέση ανταλλαγής μεταξύ της ανισότητας και του εισοδήματος, πιο συγκεκριμένα και με βάση την προσέγγιση Συναρτήσεων Κοινωνικής Ευημερίας των Bergson & Samuelson (1979), παρατηρείται ότι χαμηλότερη ανισότητα με δεδομένο μέσο εισόδημα οδηγεί σε υψηλότερο επίπεδο κοινωνικής ευημερίας όπως αντίστοιχα και το υψηλότερο μέσο εισόδημα οδηγεί σε υψηλότερο επίπεδο κοινωνικής ευημερίας.
Στο παρόν άρθρο θα δούμε εν συντομία τη μεταβολή της ανισότητας στην Ελλάδα για τα έτη 1974 – 1994 αλλά και του έτους 2012-2013 με βάση τις αντίστοιχες έρευνες Οικογενειακών Προϋπολογισμών της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής. Θα συμπεριλάβουμε όμως και στοιχεία των συνθηκών διαβίωσης της απογραφής του 2001 και του 2011.
Όσον αφορά την ανισότητα και την φτώχεια για την περίοδο 1974-1994 βλέπουμε ότι υπήρξε σημαντική μείωση μεταξύ των ετών 1974 και 1982 όπου η φτώχεια μειώθηκε σημαντικά και μετά το 1982 η μείωση συνεχίστηκε αλλά με πιο αργούς ρυθμούς. Το διάστημα αυτό (1974-1994) υπήρξαν κάποιες μεταβολές όπως ήταν η άνοδος του εκπαιδευτικού επιπέδου αλλά και του πληθυσμού στα αστικά κέντρα οι οποίες συνετέλεσαν στη μείωση της ανισότητας. Είναι πολύ σημαντικό εδώ να επισημανθεί ότι η μείωση της ανισότητας ήταν κυρίως εντός και όχι μεταξύ των διαφορετικών ομάδων του πληθυσμού. Ενδεικτικό είναι σε αυτή την περίπτωση το παράδειγμα της ιδιοκατοίκησης όπου σε ειδική έρευνα που είχε διενεργηθεί το 1986 τα νοικοκυριά που ιδιοκατοικούσαν ήταν 50% αλλά το σημαντικό ποιοτικό στοιχείο που πρέπει να παρατηρηθεί είναι ότι οι εργάτες και άλλες λαϊκές τάξεις είχαν μειωμένα ποσοστά μεταξύ αυτών που αποκτούσαν δική τους κατοικία μετά το 1970.  Πλέον η κοινωνική αυτή διαφοροποίηση φαίνεται και από την απογραφή του πληθυσμού του 2001 όπου ειδικά για τα αθηναϊκά νοικοκυριά, αυτά που είχαν υπεύθυνο που εντάσσεται στα ελεύθερα επιστημονικά επαγγέλματα ή στα διευθυντικά στελέχη επιχειρήσεων ενοικιάζουν την κατοικία τους σε ποσοστό 23% έναντι 39% και 44% για τα νοικοκυριά που ο υπεύθυνος ανήκει στις κατηγορίες των εργατοτεχνιτών και ανειδίκευτων εργατών αντιστοίχως (ΕΚΚΕ-ΕΣΥΕ, 2005).
Υπήρξε έντονη κοινωνική όμως διαφοροποίηση και στην επιλογή των εκπαιδευτικών διαδρoμών όπου σύμφωνα με τη Λαμπίρη –Δημάκη (1974) τα υψηλά και μεσαία στρώματα επέλεγαν σπουδές που θα οδηγούσαν σε ανεξάρτητη απασχόληση υψηλού γοήτρου ενώ η εργατική τάξη προσανατολίζονταν στο δημόσιο τομέα. Ο περιορισμός όμως των προσλήψεων στο δημόσιο στα τέλη της δεκαετίας του 1980 απετέλεσε ανάχωμα για την κινητικότητα των χαμηλών κοινωνικών στρωμάτων. Παράλληλα, ακόμα και σε περιπτώσεις όπου δύο ήταν κάτοχοι του ιδίου διπλώματος, η κοινωνική καταγωγή των γονέων διευκόλυνε ή δυσχέραινε την πρόσβαση στην αγορά εργασίας.
Η εξαγωγή, όμως, γενικών συμπερασμάτων για την ανισότητα δεν είναι τόσο εύκολη γιατί υποαντιπροσωπεύονται οι μετανάστες αλλά και οι μεταβλητές που χρησιμοποιούνται στις ΕΟΠ αυτή της περιόδου οι οποίες δεν περιλαμβάνουν την αξία των δωρεάν ή επιδοτούμενων υπηρεσιών. Στην Ελλάδα όμως, η επίδρασή τους είναι εξαιρετικά σημαντική γιατί σε όλη αυτή την περίοδο συντελέστηκαν σημαντικές αλλαγές όπως π.χ. η επιμήκυνση της υποχρεωτικής εκπαίδευσης, η αύξηση του αριθμού εισακτέων στα ΑΕΙ/ΤΕΙ, η ίδρυση του ΕΣΥ κτλ. Μελέτες του εξωτερικού έχουν δείξει ότι οι κρατικές παροχές μειώνουν τη συνολική ανισότητα. Εάν οι αλλαγές προσμετρούνταν, τότε η εικόνα της μείωσης της κοινωνικής ανισότητας να ήταν καλύτερη. Την περίοδο αυτή και ειδικότερα με την άνοδο του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία λήφθηκαν μέτρα αναδιανομής του εισοδήματος αλλά κάποια από αυτά όπως ήταν η διατήρηση σε λειτουργία μη βιώσιμων επιχειρήσεων, ήταν εξαιρετικά δαπανηρά. Ωστόσο άλλα μέτρα, μικρότερου κόστους, όπως ήταν η παροχή συντάξεων σε ηλικιωμένους που δεν είχαν τις απαραίτητες ασφαλιστικές εισφορές μείωσαν την ανισότητα.
Παρόλα αυτά η Ελλάδα, για την ίδια περίοδο, σε σύγκριση με τις άλλες χώρες της ΕΕ παρέμεινε σε υψηλά ποσοστά ανισότητας αλλά και κοινωνικής διαφοροποίησης.
Αναφορικά με την περίοδο τώρα πριν από την κρίση, διαπιστώνουμε ότι η Ελλάδα είχε σταθερά και αρκετά υψηλότερα επίπεδα κοινωνικής ανισότητας και κοινωνικού αποκλεισμού σε σχέση με το μέσο όρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης παρά τη μείωση της υλικής στέρησης και της ακραίας υλικής στέρησης όλη τη δεκαετία του 2000. Η κοινωνική ανισότητα ήταν μία από τις χειρότερες στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Η κατάσταση με την κρίση έγινε ακόμα χειρότερη. Η Ελλάδα έχει ένα από τα υψηλότερα επίπεδα κοινωνικής ανισότητας στην Ευρώπη.

Η Λετονία και η Πορτογαλία είναι μεταξύ των χωρών που έχουν πληγεί από την κρίση και έχουν υψηλά επίπεδα ανισότητας τα οποία όμως παρουσιάζονται καλύτερα το 2013 σε σύγκριση με το 2011 και το 2009. Αντίστοιχα, στην Ισπανία σημειώθηκε αύξηση το 2011, μεγαλύτερου βαθμού σε σχέση με την Ελλάδα, ωστόσο ο συντελεστής Gini (δείκτης εισοδηματικής ισότητας ο οποίος  όταν είναι μηδέν, δείχνει πως υπάρχει πλήρης εισοδηματική ισότητα μεταξύ των οικονομικών τάξεων του πληθυσμού, ενώ όταν είναι ένα, υπάρχει πλήρης εισοδηματική ανισότητα) έχει μειωθεί ενώ στην Ελλάδα επιδεινώνεται. Οι χώρες στις οποίες αυξήθηκε η ανισότητα πιο πολύ από ότι στην Ελλάδα για την περίοδο 2011 – 2013 ήταν η Κύπρος και η Ουγγαρία.
Συνάγεται λοιπόν το συμπέρασμα και από τα παραπάνω ότι οι μνημονιακές πολιτικές ενέτειναν την ανισότητα. Το ελληνικό κράτος πρόνοιας απέτυχε να προστατεύσει τον πληθυσμό από τις αρνητικές συνέπειες της κρίσης αλλά αυτό δεν αποτελεί έκπληξη αφού οι δαπάνες για την κοινωνική πρόνοια μειώθηκαν αμέσως μετά την εκδήλωση της κρίσης.
Η οικονομική κρίση και κυρίως ο τρόπος αντιμετώπισής της καταρρίπτει τη δήλωση του Ροβεσπιέρου στη σύμβαση του 1792 ότι «ο πρώτος κοινωνικός νόμος είναι αυτός που εξασφαλίζει σε όλα τα μέλη της κοινωνίας τα μέσα ύπαρξης», και ότι είναι υποχρέωση της Πολιτείας να παρέχει τις προϋποθέσεις που εξασφαλίζουν στα μέλη της τα μέσα ύπαρξης. Διαχρονικά η Ελληνική Πολιτεία υπήρξε άδικη με τους πολίτες της όπως φαίνεται από τους δείκτες κοινωνικής ανισότητας. Μέλλει να δούμε εάν και όποτε η Ελληνική Πολιτεία θα αναλάβει το ρόλο που πρέπει να έχει και αυτός δεν είναι άλλος από την ανάπτυξη της κοινωνικής ευημερίας και όχι μόνο της ανάπτυξης των αριθμών.

Φωτεινή Μαστρογιάννη
Καθηγήτρια ΜΒΑ – Οικονομολόγος
en-athinais.webnode.gr

Βιβλιογραφία

Bergson-Samuelson Social Welfare Functions and the Theory of Social Choice (1979) The Quarterly Journal of Economics (1979) 93 (1): 73-90
ΕΚΚΕ-ΕΣΥΕ. (2005). Πανόραμα απογραφικών δεδομένων 1991-2001, ηλεκτρονική εφαρμογή βάσης δεδομένων και χαρτογραφίας (διαθέσιμη στο Ινστιτούτο Αστικής και Αγροτικής Κοινωνιολογίας του ΕΚΚΕ).
Λαμπίρη-Δημάκη, Ι. (1974). Προς μιαν ελληνική κοινωνιολογία της Παιδείας, Αθήνα: Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών.
Κατσίκας, Δ., Καρακίτσιος, Α., Φιλίνης, Κ., Πετραλιάς, Α. (2014). Έκθεση για το κοινωνικό προφίλ της Ελλάδας σε σχέση με τη φτώχεια, τον κοινωνικό αποκλεισμό και την ανισότητα πριν και μετά από την εκδήλωση της κρίσης Δημήτρης Κατσίκας, Αλέξανδρος Καρακίτσιος, Κυριάκος Φιλίνης Αθανάσιος Πετραλιάς Αθήνα, Δεκέμβριος 2014.

Παπαθεοδώρου, Χ., Δαφέρμος, Γ., Danchev, S., Μαρσέλλου, Α. (2008). Οικονομική Ανισότητα και Φτώχεια στην Ελλάδα. Συγκριτική Ανάλυση και Διαχρονικές Τάσεις. ΙΝΕ ΓΣΕΕ, Ερευνητική Ομάδα Κοινωνικής Πολιτικής, Φτώχειας και Ανισοτήτων.

Τετάρτη 14 Οκτωβρίου 2015

Φωτεινή Μαστρογιάννη και Γεράσιμος Γερολυμάτος Take the Money and run 09 10 15

Λιανικό Εμπόριο Τροφίμων, Ποτών και Καπνού – Κρίση για τους πολλούς αλλά όχι για τους λίγους


O κλάδος των τροφίμων, ποτών και καπνού είναι ένας από τους μεγαλύτερους στην Ελλάδα όσον αφορά τον κύκλο εργασιών, τον αριθμό των εργαζομένων που απασχολεί αλλά και τον αριθμό των επιχειρήσεων που βρίσκεται σε αυτόν.
Ο κλάδος χαρακτηρίζεται από έντονο ανταγωνισμό και οι επιχειρήσεις ως τρόπο αντίδρασης επιλέγουν τη συνεργασία με ένα πλήθος παραγωγών κάτι όμως που επιβαρύνει το κόστος διανομής το οποίο μεταφέρεται στη συνέχεια στις τιμές των προϊόντων οι οποίες και αυξάνονται. Ωστόσο λόγω του μεγάλου ανταγωνισμού, μειώνεται αντίστοιχα και η κερδοφορία των επιχειρήσεων οι οποίες μέσω των εξαγορών και συγχωνεύσεων προσπαθούν να ενδυναμωθούν.  Οι πολυεθνικές αλυσίδες ασκούν μεγάλη πίεση στα περιθώρια κέρδους και όπως έχω αναφέρει και σε άλλο μου άρθρο, η αγορά γίνεται ολιγοπωλιακή με εξαφάνιση των μικρών παικτών.
Η ολιγοπωλιακή αυτή όμως συγκέντρωση ξεκίνησε ήδη από την πενταετία 2000-2005 μέσω των μεγάλων συγχωνεύσεων και εξαγορών που πραγματοποιήθηκαν στον κλάδο.
Από το 2009 μέχρι και σήμερα το οργανωμένο εμπόριο τροφίμων έχει χάσει το 30% του τζίρου του. Ήδη 6-7 παίκτες ελέγχουν το 65% της αγοράς.
Εάν αναλύσουμε τον κλάδο χρηματοοικονομικά για τα έτη 2007, 2011 και 2012 θα δούμε ότι ήδη ο κλάδος είχε προβλήματα όπως φερ’ειπείν για τις ημέρες είσπραξης των απαιτήσεών τους. Και με αυτό το δείκτη επιβεβαιώνονται αυτά που έχουμε αναφέρει για τη συγκέντρωση της αγοράς στα χέρια λίγων γιατί ενώ οι Α.Ε. με ειδικευμένα καταστήματα μείωσαν τις ημέρες παραμονής των απαιτήσεων από 112 σε 108 και 106 αντίθετα οι μικρότερες επιχειρήσεις από 87 ημέρες που ήταν το 2007 πήγαν στις 132 ημέρες το 2012 κάτι που επιβαρύνει αισθητά τη ρευστότητά τους. Παρόλο που οι επιχειρήσεις του λιανικού εμπορίου κατόρθωσαν τα έτη αυτά να καλύπτουν τις βραχυπρόθεσμες υποχρεώσεις τους ωστόσο παραμένει το πρόβλημα του περιθωρίου μεικτού κέρδους που δεν βοηθά ειδικά τις μικρές επιχειρήσεις, μετά την αφαίρεση των λειτουργικών τους εξόδων, να έχουν ικανοποιητικό κέρδος αναλογικά με τις πωλήσεις και τα ίδια κεφάλαιά τους. Ενδεικτικά το περιθώριο μεικτού κέρδους στις ΑΕ ήταν για τα έτη 2007, 2011 και 2012 της τάξης του 0,21%, 0,20% και 0,20% ενώ για τις μικρότερες επιχειρήσεις ήταν ακόμη χειρότερα ήτοι -0,30%, 0,175 και 0,14% για τα ίδια έτη αντίστοιχα.
Ο κλάδος έδειξε κάποιες αντοχές το τελευταίο διάστημα αλλά όπως φαίνεται από τους δείκτες μάλλον θα είναι βραχυπρόθεσμες. Συγκεκριμένα, οι λιανικές πωλήσεις τον Μάιο του 2015 ανέκαμψαν (+4,2%) αλλά η καταναλωτική εμπιστοσύνη  μειώνεται για το Β’ τρίμηνο του 2015.


Το ίδιο συμβαίνει και με την καταναλωτική εμπιστοσύνη, δηλ. κάμψη εάν και είχε άνοδο τον Φεβρουάριο του 2015 κάτι όμως που δεν μας εκπλήσσει γιατί σχετικές έρευνες του καθηγητή Πανά δείχνουν ότι στις περιόδους εκλογών η καταναλωτική πίστη αυξάνεται και μετά μειώνεται σημειώνοντας πάλι αύξηση στις επόμενες εκλογές που θα ακολουθήσουν.

Απογοήτευση επικρατεί και στις επιχειρηματικές προσδοκίες όπως βλέπουμε και στον παρακάτω πίνακα.

Παρά όμως τα παραπάνω αρνητικά δεδομένα ο δείκτης τιμών καταναλωτή είναι θετικός για τα τρόφιμα κάτι που πιστοποιεί την αντίληψη για ολιγοπωλιακή συγκέντρωση της αγοράς.

Κλείνοντας, το θέμα της ολιγοπωλιακής συγκέντρωσης της αγοράς στον κλάδο αποτελεί πρόβλημα που απασχολεί όλη την ΕΕ. Η Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή ήδη από το 2012 γνωμοδότησε για τον κλάδο σε πανευρωπαϊκή κλίμακα αναφερόμενη στην ολιγοπωλιακή του μορφή, στην αδιαφάνεια των τιμών και στις καταχρηστικές πρακτικές έναντι των προμηθευτών κυρίως έναντι των προμηθευτών τροφίμων. Πολύ σημαντική είναι η ακόλουθη επισήμανση « Η ΕΟΚΕ διαπιστώνει την αποτυχία της αγοράς, διότι η κατάσταση, σε ένα σύστημα που δεν ρυθμίζεται επαρκώς, εξακολουθεί να επιδεινώνεται.» Την αυτορρύθμιση της αγοράς καταγγέλει η ΕΟΚΕ κατακρημνίζοντας τις σχετικές θέσεις των μονεταριστών που αποδεικνύονται στο σύγχρονο οικονομικό περιβάλλον πλήρως αποτυχημένες.

Όπως όμως αποδεικνύεται, πρόκειται για φωνή βοώντος εν τη ερήμω, γιατί η ΕΕ ακολουθεί πιστά το μονεταριστικό μοντέλο με ιδιαίτερη σκληρότητα στην περίπτωση της Ελλάδας. Συνεπώς, αναμένεται το πρόβλημα να συνεχισθεί, με μεγαλύτερη σφοδρότητα. Όπως φαίνεται και από τους παραπάνω πίνακες, η μείωση του διαθεσίμου εισοδήματος των Ελλήνων τους έχει οδηγήσει σε μείωση δαπανών αλλά όχι των τροφίμων που είναι ανελαστικό αγαθό δηλαδή ο άνθρωπος δεν μπορεί να ζήσει χωρίς τα τρόφιμα. Ως εκ τούτου, μεγάλο μέρος του διαθέσιμου εισοδήματος κατευθύνεται στα τρόφιμα, χαρακτηριστικό τριτοκοσμικών οικονομιών, με ολιγοπωλιακή συγκέντρωση της αγοράς κάτι που έρχεται σε ευθεία σύγκρουση με τις αρχές της ελεύθερης αγοράς. Είναι προφανές ότι εάν συνεχισθεί αυτή η κατάσταση, οδηγούμαστε σε περαιτέρω κλείσιμο των μικρομεσαίων επιχειρήσεων στον κλάδο  και πλήρη εξαθλίωση του καταναλωτή κάτι που πραγματικά απευχόμαστε όλοι.