Οικονομικό Σπουδαστήρι

Οικονομικό Σπουδαστήρι
Γι'Αυτούς που Θέλουν Εξειδίκευση

Κυριακή 8 Νοεμβρίου 2015

ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΩΣΗ ΚΑΙ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΕΣ ΑΝΙΣΟΤΗΤΕΣ ΒΟΡΡΑ -ΝΟΤΟΥ


Η έννοια της Ευρωπαϊκής Ένωσης φαίνεται ότι είναι συνυφασμένη με τις ανισότητες τόσο στις χώρες του Βορρά – Νότου όσο και εντός των  χωρών.
Οι ανισότητες αυτές καθιστούν επίκαιρο τον Σαμίρ Αμίν και τη θεωρία του για τα πέντε μονοπώλια που απορροφούν την «υπεραξία» που παράγεται στην περιφέρεια. Τα πέντε μονοπώλια, σύμφωνα με τον Σαμίρ Αμίν, είναι τα ακόλουθα: το μονοπώλιο της τεχνολογίας που παράγεται από τις στρατιωτικές δαπάνες των ιμπεριαλιστικών κέντρων, το μονοπώλιο του ελέγχου στην παγκόσμια οικονομική κατάσταση και της ισχυρής θέσης που μπορεί να κατέχει μία χώρα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, το μονοπώλιο της πρόσβασης σε φυσικούς πόρους, το μονοπώλιο της διεθνούς επικοινωνίας και των μέσων μαζικής ενημέρωσης, και το μονοπώλιο των μέσων μαζικής καταστροφής. Οι ισχυρότερες χώρες κατέχουν αυτά τα μονοπώλιο και έτσι οι ανισότητες διευρύνονται όπως φαίνεται και από τα παρακάτω στοιχεία:

·         Το έτος 2000, οι πιο ανεπτυγμένες περιοχές της ΕΕ είχαν μέσο κατά κεφαλήν ΑΕΠ  2,8 φορές υψηλότερο από τις λιγότερο ανεπτυγμένες περιοχές. Το 2013 η διαφορά αυτή ήταν 2 φορές υψηλότερη.
·         Οι πιο αναπτυγμένες περιφέρειες της ΕΕ είχαν τα χαμηλότερα ποσοστά ανεργίας σε όλη τη διάρκεια της περιόδου 2000-14. Τα υψηλότερα ποσοστά ανεργίας, τα έτη 2000 έως 2005 καταγράφηκαν στις λιγότερο αναπτυγμένες περιφέρειες της ΕΕ. Ωστόσο, υπήρξε μια μείωση στα ποσοστά ανεργίας πριν από τη χρηματοπιστωτική και οικονομική κρίση με την ταχύτερη μείωση που καταγράφεται στις λιγότερο αναπτυγμένες περιφέρειες. Από το 2006 και μετά, το ποσοστό ανεργίας των περιφερειών μετάβασης ήταν υψηλότερο από εκείνο των λιγότερο αναπτυγμένων περιοχών.
·         Από τα σχετικά χαμηλά του 2007 για τις οικονομίες μετάβασης και τα σχετικά χαμηλά του 2008 για τις περισσότερο και λιγότερο ανεπτυγμένες περιοχές, ο βαθμός ανεργίας στην ΕΕ συνέχισε να αυξάνει μέχρι το 2013 σε ποσοστό 15,7% στις μεταβατικές περιοχές, 12,6% για τις λιγότερο ανεπτυγμένες περιοχές και 9,3% για τις περισσότερο ανεπτυγμένες περιοχές.
·         Το 2014 ο βαθμός ανεργίας άρχισε να πέφτει πάλι και η μεγαλύτερη μείωση σημειώθηκε στις λιγότερο ανεπτυγμένες περιοχές (μείον 0,9 ποσοστιαίες μονάδες). Θα πρέπει να επισημανθεί ότι όπως το ΑΕΠ ανά κάτοικο έτσι και  ο βαθμός  ανεργίας μπορεί να εξηγηθεί από τον αριθμό των κατοίκων (ή ακριβέστερα από το μέγεθος της εργατικής δύναμης) αντί των αλλαγών στον αριθμό των ανέργων.  Λόγω της οικονομικής κρίσης οι λιγότερο αναπτυγμένες περιοχές έχασαν πληθυσμό λόγω της μετανάστευσης που πραγματοποιήθηκε γι’ αυτό και εξηγείται σε μεγάλο βαθμό η μείωση στην ανεργία που σημειώθηκε σε κάποιες από αυτές. Ενδεικτικά θα πρέπει να σημειωθεί ότι ο αριθμός των κατοίκων μειώθηκε κατά 3-4% στη Ρουμανία και στη Βουλγαρία και 8-9% στη Λιθουανία και στη Λετονία για την περίοδο 2008-2014.
·           Το 2014 στην ΕΕ των 28 ο βαθμός ανεργίας παρέμεινε σχετικά υψηλός (10,2%) εάν και ήταν κατά 0,7% χαμηλότερος σε σύγκριση με τα το 10,9% που ήταν το 2013. Για την περίοδο 2008-2014, ο εθνικός βαθμός ανεργίας έπεσε στη Γερμανία, στην Ουγγαρία , στη Μάλτα αλλά και στα Σκόπια.



Θα πρέπει, ωστόσο,  να επισημανθεί ότι ακόμα και στις γρήγορα αναπτυσσόμενες περιφερειακές οικονομίες της ΕΕ, οι νέοι αντιμετωπίζουν σημαντικές δυσκολίες στην εύρεση εργασίας ειδικά αυτοί που δεν έχουν υψηλά προσόντα και παρουσιάζονται χαρακτηριστικά δομικής ανεργίας δηλαδή δεν θα μπορούν να βρουν εργασία εύκολα και για μεγάλο χρονικό διάστημα. Οι Overman & Puga (2002) δείχνουν ότι από τα μέσα της δεκαετίας του 1980, οι περιοχές που είχαν υψηλό ή χαμηλό βαθμό ανεργίας παρουσίασαν μία αμετάβλητη κατάσταση. Οι περιοχές με ενδιάμεσο βαθμό ανεργίας, από την άλλη, αναπτύχθηκαν προς τα άκρα δείχνοντας ότι η μοίρα των περιοχών όσον αφορά την ανεργία συνδέεται στενά με τις γειτονικές περιοχές (είτε ανήκουν είτε όχι στην ίδια χώρα) κάτι που θα πρέπει και η Ελλάδα να λάβει σοβαρά υπόψη της αλλά και οι χώρες που γειτνιάζουν με την Ελλάδα.

Τα αποτελέσματα αυτά τόσο μεταξύ των χωρών όσο και των χωρών επιβεβαιώνουν το μοντέλο των Crozet και Koening-Soubeyran (2004), που αποδεικνύει  ότι η απελευθέρωση του εμπορίου (όπως συμβαίνει στην ΕΕ)  είναι πιθανό να επιδεινώσει τις περιφερειακές ανισότητες, ειδικότερα όταν μία από τις περιοχές της χώρας έχει καλύτερη πρόσβαση και χαμηλότερο κόστος στις ξένες αγορές. Έτσι εξηγείται και το ότι  οι περιφερειακές ανισότητες μεταξύ των κρατών (π.χ. αστικές πόλεις – περιφέρεια)  αυξήθηκαν κατά 10% (2014).
Ο Σαμίρ Αμίν έθετε το θέμα της αποσύνδεσης της περιφέρειας από το κέντρο προκειμένου αυτή να αναπτυχθεί. Ως τόσο οι περιφερειακές χώρες και λόγω της οικονομικής κρίσης είναι πολύ αδύναμες. Θα πρέπει να έχουν διαπραγματευτική ικανότητα και οικονομικά, πολιτισμικά και πολιτικά πλεονεκτήματα. Η περιφέρεια αναγκάζεται να υπακούει στην ανάπτυξη του «κέντρου». Για να αναπτυχθεί λοιπόν η αποσύνδεση πρέπει να σχετίζεται με κάποιο είδος κοινωνικού προγράμματος το οποίο αποτελεί το σχέδιο δημιουργίας ενός εθνικού και σύγχρονου κράτους. Η Ελλάδα όμως δεν φαίνεται να έχει κανένα τέτοιο σχέδιο αλλά ούτε και πρόθεση αποσύνδεσης, συνεπώς, η μελλοντική της κατάσταση  δεν είναι ευοίωνη.

 Φωτεινή Μαστρογιάννη
Οικονομολόγος - Καθηγήτρια ΜΒΑ
en-athinais.webnode.gr
mastroyanni.blogspot.gr 




Βιβλιογραφία

Amin, Samir. 2006. Beyond U.S. Hegemony? Assessing the Prospects for a Multipolar World. Trans. by Patrick Camiller. New York: Zed Books.

Crozet, M. και Koenig-Soubeyran, P.2004,Trade liberalization and the internal geography of countries”, Documents de Travail du CREST 2002-37, INSEE, Paris.

European Commission 2013, Social Investment Package. Investing in Health. Staff Working Document.
Διαθέσιμο στο:
http://ec.europa.eu/social/main.jsp?catId=1044&langId=en&newsId=1807& moreDocuments=yes&tableName=news, Πρόσβαση [November 1st 2015]

Eurostat. 2020, Regions: Nomenclature of Territorial Units for Statistics (nuts). Luxembourg: Office for Official Publications of the European Communities.

Overman, Henry G. and Diego Puga. 2002, Unemployment clusters across European regions and countries. Economic Policy 34, April 2002, 115-147.



Σάββατο 31 Οκτωβρίου 2015

Η φτώχεια στην Ελλάδα – διαχρονική εξέλιξη

  
Το πρόβλημα της φτώχειας στην Ελλάδα είναι διαχρονικό. Η κύρια αιτία της φτώχειας είναι η ανεργία και ιδιαίτερα η μακροχρόνια ανεργία που στερεί από τους ανθρώπους τη δυνατότητα να έχουν πόρους που να επαρκούν για τη διαβίωσή τους. Στην Ελλάδα το επίπεδο της φτώχειας είναι αρκετά μεγάλο σε σχέση με το μέσο όρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
  
Βασική αιτία της φτώχειας είναι η ανεργία και κυρίως η μακροχρόνια ανεργία και αποτελούν τους βασικούς λόγους που τα άτομα αδυνατούν να έχουν επαρκείς πόρους διαβίωσης. Η ανεργία στην Ελλάδα το 2007, σύμφωνα με στοιχεία του ΟΟΣΑ, ήταν 8,3% και βαίνει διαρκώς αυξανόμενη. Ενδεικτικό είναι ότι για την ίδια περίοδο, σύμφωνα με στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, το ποσοστό των μακροχρόνια ανέργων ήταν 49% ενώ για το 2014 το 74,4% των ανέργων ήταν μακροχρόνια άνεργοι.
Ένας λόγος που ανέβηκε η ανεργία, πέραν της οικονομικής κρίσης, είναι ότι οι Ελληνικές κυβερνήσεις δεν έλαβαν έγκαιρα μέτρα για την αναδιάρθρωση των παραγωγικών δομών της Ελλάδας κατά την είσοδό της στο πεδίο της διεθνούς οικονομίας. Αυτοί που επλήγησαν κυρίως από την αποβιομηχάνιση και την τεχνολογία ήταν οι εργαζόμενοι που ήταν ανειδίκευτοι και με χαμηλό εκπαιδευτικό επίπεδο. Αυτοί εργάζονταν κυρίως σε θέσεις εντάσεως εργασίας και η αποβιομηχάνιση έπληξε κυρίως αυτούς.
Ένας επιπλέον λόγος της ύπαρξης φτώχειας στην Ελλάδα είναι το χαμηλό εισόδημα το οποίο δεν επαρκεί για διαβίωση.  Ειδικά για το 2014 η Ελλάδα, η Ιταλία και η Ισπανία είχαν μειωμένο εισόδημα των νοικοκυριών σε σχέση με τα άλλα κράτη που το δεύτερο τρίμηνο του 2014 είδαν μία μικρή αύξηση του εισοδήματός τους.
Η φτώχεια όμως, όπως παρατηρούμε, δεν σχετίζεται μόνο με την ανεργία αλλά και με τους χαμηλούς μισθούς οι οποίοι με τη σειρά τους συνδέονται με τη μερική απασχόληση αλλά και τη χαμηλή εξειδίκευση. Οι αιτίες αυτού του προβλήματος είναι η έλλειψη κατάλληλης οργάνωσης της αγοράς εργασίας, στο άδικο φορολογικό σύστημα αλλά και στην παντελή απουσία κοινωνικής πολιτικής.
Ένας τρίτος λόγος είναι η μεγάλη ανισοκατανομή του εισοδήματος. Για τα έτη 2008 και 2012 η Ελλάδα ήταν δεύτερη σε ανισοκατανομή εισοδήματος στα 15 κράτη-πρώτα μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Τα μεγέθη αυτά αποδεικνύουν την ανυπαρξία κοινωνικής πολιτικής τόσο πριν αλλά και κατά τη διάρκεια της κρίσης. Οι προβλέψεις για τα επόμενα έτη,για την κατάσταση στην Ελλάδα, λόγω των οικονομικών μέτρων που λαμβάνονται για την αντιμετώπιση της κρίσης προβλέπονται ακόμα πιο δυσμενείς.
Οι κοινωνικές δαπάνες υπολείπονται κι αυτές του μέσου όρου. Για παράδειγμα το 2005, στην Ελλάδα το 24,2% του ΑΕΠ αντιστοιχούσε στις κοινωνικές δαπάνες έναντι 27,8% που είχε η Ε.Ε. των 15.  Το 2012, η κατάσταση δεν ήταν καλύτερη, πιο συγκεκριμένα στο 25,7% του ΑΕΠ μειώθηκαν οι κοινωνικές δαπάνες στην Ελλάδα και πιο συγκεκριμένα η υποχώρηση των κοινωνικών δαπανών στην Ελλάδα ανέρχονταν στο -2% του ΑΕΠ και ήταν το μεγαλύτερο ποσοστό μεταξύ των χωρών του ΟΟΣΑ. Η κατανομή των κοινωνικών δαπανών είναι ως εξής: Συντάξεις – 14,5%, επιδόματα ανεργίας – 3%, υγεία – 6,6% και κοινωνικές υπηρεσίες – 1,3%.
Σημαντικό σε αυτό το σημείο είναι να επισημανθεί ότι υπάρχουν πολύ χαμηλές παροχές σε πεδία όπως είναι η ενίσχυση της απασχόλησης καθώς και δημοσίων δαπανών που να ενισχύουν την απασχόληση. Από το 2008 έως το τέλος του 2013 οι δαπάνες κοινωνικής προστασίας στην Ελλάδα μειώθηκαν σε ποσοστό μεγαλύτερο του 12% από το 2008 έχοντας το 35% να ζει στη φτώχεια.  Πέραν των κοινωνικών δαπανών για την περίοδο μεταξύ του 2008 έως το τέλος του 2013 οι μισθοί μειώθηκαν κατά 35% περίπου ενώ η ανεργία ανέρχεται στο 28%.
Το είδος των κοινωνικών δαπανών είναι επίσης προβληματικό λόγω του ανταποδοτικού χαρακτήρα των κοινωνικών παροχών και ως συνέπεια δεν φέρνουν αποτέλεσμα στην καταπολέμηση της φτώχειας.
Τα χαμηλά εισοδήματα ενισχύονται μέσω κυρίως εισοδηματικών προγραμμάτων τα οποία αφορούν συγκεκριμένες κατηγορίες του πληθυσμού. Θα πρέπει επίσης εδώ να σημειωθεί ότι λόγω της τρέχουσας οικονομικής κρίσης αρκετά από αυτά τα προγράμματα έχουν περιορισθεί. Υπάρχει το επίδομα ανεργίας του ΟΑΕΔ για τους ανέργους, το ΕΚΑΣ για τους χαμηλοσυνταξιούχους (το οποίο όμως συζητάται να περικοπεί), η αναπηρική σύνταξη, η σύνταξη ανασφαλίστων, το επίδομα πολυτέκνων, το οικογενειακό επίδομα,  20 επιδόματα για 10 κατηγορίες ατόμων με ειδικές ανάγκες και υπήρχαν και τα επιδόματα στέγασης μέσω ΟΕΚ αλλά και επιδόματα στέγασης για ηλικιωμένους που ήταν ανασφάλιστοι. Πλην των επιδομάτων στέγασης, όλα τα υπόλοιπα δεν ήταν σε θέση να καταφέρουν να βελτιώσουν την οικονομική κατάσταση των δικαιούχων και η λειτουργία τους είναι αποσπασματική και δεν εντάσσεται σε ένα ευρύτερο στρατηγικό πλαίσιο καταπολέμησης της φτώχειας και έτσι εξαφανίζεται η συνεισφορά τους.
Επιπρόσθετα, τα επιδόματα αυτά δεν καλύπτουν και άλλες κατηγορίες του πληθυσμού όπως είναι οι μακροχρόνια άνεργοι που παύουν να δικαιούνται κάποιο επίδομα, οι μη πολύτεκνες οικογένειες, οι εργαζόμενοι που προσφέρουν «μαύρη» εργασία αλλά και άνθρωποι που ενώ δεν μπορούν να εργαστούν δεν ανήκουν σε κάποια συγκεκριμένη κατηγορία ΑΜΕΑ.
Οι κοινωνικές πολιτικές στην Ελλάδα είναι ανεπαρκείς και αναποτελεσματικές και για τον λόγο ότι η δημόσια εκπαίδευση αλλά και η συνεχιζόμενη επαγγελματική κατάρτιση παρουσιάζουν σοβαρές υστερήσεις.
 Ως γνωστόν, το εκπαιδευτικό σύστημα βοηθά στην αναδιανομή του εισοδήματος σε μία χώρα και έτσι να βελτιωθεί η κατάσταση των ασθενέστερων τάξεων. Στην Ελλάδα οι ανισότητες στην εκπαίδευση όχι απλώς διατηρούνται αλλά διευρύνονται. Οι ανισότητες αυτές δεν περιορίζονται μόνο μεταξύ των διαφόρων κοινωνικών ομάδων αλλά και στις διάφορες περιφέρειες οι οποίες μπορεί να περιλαμβάνουν ανισότητες εντός του ίδιου νομού.

Ενώ ο χαρακτήρας της εκπαίδευσης στην Ελλάδα είναι δημόσιος πράγμα που σημαίνει ότι θεωρητικά όλοι έχουν ίσες ευκαιρίες πρόσβασης. Παρόλα αυτά, ειδικότερα στην τριτοβάθμια εκπαίδευση οι ανισότητες είναι σημαντικές.  Επιπρόσθετα, όπως προαναφέρθηκε, οι πολιτικές απασχόλησης που είναι ενεργητικές εάν και είναι άκρως σημαντικές για την απασχόληση περισσοτέρων ανθρώπων, εδώ και αρκετό καιρό στην Ελλάδα υποχρηματοδοτούνται.
Εκτός αυτού, υπάρχουν σημαντικά προβλήματα τόσο στην πρόσβαση όσο και στην ποιότητα των υπηρεσιών υγείας και μακροχρόνιας φροντίδας γεγονός που ενισχύει τις εισοδηματικές ανισότητες. Επί παραδείγματι υπάρχουν σημαντικά προβλήματα τόσο φυσικής όσο και οικονομικής πρόσβασης, οι υπηρεσίες υγείας σημειώνουν υστερήσεις στο θέμα της ποιότητας αλλά και της ασφάλειας.  Επίσης, δεν έχουν εφαρμοσθεί μέτρα προκειμένου να αντιμετωπισθούν οι διάφορες ελλείψεις που παρουσιάζονται σε δομές παροχής μακροχρόνιας φροντίδας που είναι εξειδικευμένες.
Πέραν των άλλων υπάρχουν και οικονομικοί παράγοντες που συντελούν στην ενίσχυση των ανισοτήτων και στην αύξηση του κινδύνου της φτώχειας. Στην Ελλάδα, όπως προείπαμε, η έλλειψη κοινωνικών δομών συντελεί τα μάλα στην επιδείνωση της κατάστασης.  Τα συστήματα κοινωνικών δομών κατευθύνονται περισσότερο στην αντιμετώπιση συμπτωμάτων παρά σε μία ολιστική λύση στο πρόβλημα. Μερικοί από τους οικονομικούς παράγοντες που συντελούν στην επιδείνωση της κατάστασης είναι οι ακόλουθοι:

·         Ο πληθωρισμός δηλαδή με άλλα λόγια η συνεχής αύξηση του επιπέδου τιμών. Ο πληθωρισμός αυξάνει τις τιμές και το εισόδημα δεν επαρκεί. Ο πληθωρισμός βλάπτει κυρίως τα χαμηλά κοινωνικά στρώματα λόγω του ότι η ζήτησή τους για αγαθά πρώτης ανάγκης είναι ανελαστική. Κατά συνέπεια η κοινωνική συνοχή πλήττεται. Βέβαια, στις μέρες μας, λόγω της οικονομικής κρίσης ζούμε το φαινόμενο του αποπληθωρισμού. Στην Ελλάδα το Δεκέμβριο του 2014 ο αποπληθωρισμός έφτασε το – 2,5%. Ο αποπληθωρισμός ρίχνει το μέσο όρο των τιμών των αγαθών αλλά αυτό δεν είναι θετικό γιατί ο κόσμος δεν έχει αγοραστική δύναμη  γιατί αφενός έχει μειωμένο εισόδημα αφετέρου γιατί περιμένει να πέσουν και άλλο οι τιμές. Συνεπώς, δεν γίνονται επενδύσεις, μειώνονται οι πωλήσεις και αυτές που γίνονται είναι σε πιο χαμηλές τιμές άρα μειώνονται οι θέσεις εργασίας κοκ.

·         Το φορολογικό σύστημα στην Ελλάδα χαρακτηρίζεται από υψηλή έμμεση φορολογία και ταυτόχρονα η συνολική φορολογική επιβάρυνση είναι χαμηλή. Η χαμηλή έμμεση φορολογία επιβαρύνει κυρίως τα χαμηλά κοινωνικά στρώματα. Ενδεικτικά, κατά τη χρονική περίοδο 1995-2004 η φορολογική επιβάρυνση στην Ελλάδα ως ποσοστό του ΑΕΠ, μαζί με τις κοινωνικές εισφορές, ήταν 35,7% ενώ στην ΕΕ των 15 ήταν 40,2%. Η έμμεση φορολογία στην Ελλάδα κατά τη χρονική περίοδο 1995-2004, η έμμεση φορολογία μαζί με τις κοινωνικές εισφορές ανέρχεται στο 41,9%. Για το 2011, η έμμεση φορολογία στην Ελλάδα ανέρχεται στο 40,1% έναντι του 33% στην Ευρωζώνη .Την ίδια χρονική περίοδο, σύμφωνα με στοιχεία, οι έμμεσοι φόροι συμβάλλουν κατά πολύ στα φορολογικά έσοδα ενώ μειώνεται αντίστοιχα η συμβολή των άμεσων φόρων. Το ίδιο ισχύει και εν μέσω κρίσης όπου το μερίδιο της άμεσης φορολογίας στο σύνολο των φόρων στην Ελλάδα ήταν 27,1%  το οποίο είναι κάτω του μέσου όρου της ευρωζώνης που ήταν 30,9%. Οπως προείπαμε, τα χαμηλά κοινωνικά στρώματα επιβαρύνονται περισσότερο διότι απαλλάσσονται φορολογικά στους άμεσους φόρους αλλά όχι στους έμμεσους. Πρωταθλητές συνεισφοράς στους φόρους είναι οι μισθωτοί και οι συνταξιούχοι. Πιο συγκεκριμένα, το 2006 οι μισθωτοί και οι συνταξιούχοι κατέβαλαν το 48,26% των συνολικών φόρων, το 2007 το 50,09%, το 2009 το 52,59% ενώ το 2011 το 55,09%, αποτελώντας την πιο εύκολη πηγή άντλησης φόρων, ενδυναμώνοντας έτσι τις κοινωνικές ανισότητες.

·         Η φοροδιαφυγή  και φοροαποφυγή καθώς και η εισφοροδιαφυγή. Εξυπακούεται ότι η φοροδιαφυγή είναι εις βάρος των μισθωτών και γενικότερα όσων στρωμάτων δεν φοροδιαφεύγουν. Δημιουργεί επίσης άνισο ανταγωνισμό στην οικονομία. Με τη φοροδιαφυγή υπονομεύεται η κοινωνική συνοχή. Η παραοικονομία στην Ελλάδα κατείχε το υψηλότερο ποσοστό στην Ευρωπαϊκή Ένωση για την περίοδο 1999-2007 ήτοι 27,5% του ΑΕΠ. Σύμφωνα με έκθεση του ΔΝΤ το 2006 διέφευγε το 30% του ΦΠΑ στην Ελλάδα έναντι 12% στην ΕΕ.  Σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ «Εάν η Ελλάδα ήταν σε θέση να συλλέξει ΦΠΑ, εισφορές κοινωνικής ασφάλισης και φόρο εισοδήματος με τη μέση αποδοτικότητα των χωρών του ΟΟΣΑ, τα φορολογικά έσοδα θα αυξάνονταν κατά σχεδόν 5% του ΑΕΠ». Το γεγονός αυτό ενισχύεται και με τα στοιχεία του 2013 όταν το δημόσιο εισέπραξε μόνο το 36,7% του ΦΠΑ σε σχέση με το 50,8% του 2002 δηλαδή με άλλα λόγια η φοροδιαφυγή αυξήθηκε εν μέσω κρίσης.
Όπως προαναφέρθηκε η φοροδιαφυγή εντείνει τις κοινωνικές ανισότητες. Σύμφωνα με το Στατιστικό δελτίο φορολογικών δεδομένων του Υπουργείου Οικονομικών για τον φόρο εισοδή- ματος φυσικών και νομικών προσώπων (του οικονομικού έτους 2010), οι μισθωτοί και συνταξιούχοι δήλωσαν το 70,2% του συνο λικού εισοδήματος και κατέβαλαν το 55,5% του συνολικού φόρου εισοδήματος. Αντίθετα, όλοι μαζί οι υπόλοιποι φορολογούμενοι (ελεύθεροι επαγγελματίες, έμποροι, αγρότες, εισοδηματίες κτλ.) δήλωσαν το 16,8% του εισοδήματος και πλήρωσαν το 15,8% του φόρου. Το υπόλοιπο 13% του συνολικού εισοδήματος και 28,7% του συνολικού φόρου αντιστοιχούσε σε νομικά πρόσωπα.


Πέραν όμως των οικονομικών παραγόντων υπάρχουν και αρκετοί κοινωνικοί παράγοντες που συντελούν στην αύξηση της φτώχειας. Ένας από αυτούς είναι το μέγεθος νοικοκυριού. Μεγαλύτερο κίνδυνο διατρέχουν τα πολυμελή νοικοκυριά, δηλαδή όσα διαθέτουν περισσότερα των πέντε μελών αλλά και τα μονομελή νοικοκυριά. Στα πολυμελή νοικοκυριά ο κίνδυνος αυξάνει λόγω του αριθμού των μελών που είναι εξαρτώμενα σε σχέση με το συνολικό εισόδημα του νοικοκυριού ενώ στα μονομελή ο κίνδυνος εξαρτάται από το γεγονός ότι το μέλος μπορεί να έχει χαμηλό εισόδημα.
Εάν θέλουμε λοιπόν να συζητήσουμε για οικονομική ανάπτυξη που να μην αφορά μόνο την ευημερία των αριθμών αλλά την ευημερία των Ελλήνων θα πρέπει να διενεργηθεί μία ευρύτερη στρατηγική καταπολέμησης της φτώχειας και της ανεργίας που να επιλύει τους βασικότερους παράγοντες δημιουργίας της φτώχειας όπως αυτοί που αναλύθηκαν στο άρθρο μας.

 Φωτεινή Μαστρογιάννη
Καθηγήτρια ΜΒΑ- Οικονομολόγος
http://en-athinais.webnode.gr/



Σάββατο 24 Οκτωβρίου 2015

Ελληνικό Χρέος και Διεθνή Λογιστικά Πρότυπα Δημοσίου Τομέα - Πώς οι σύγχρονες λογιστικές πρακτικές μπορούν να μειώσουν το χρέος της Ελλάδας

        

Δυστυχώς σε τοπικό επίπεδο, η συζήτηση για το Ελληνικό χρέος περιορίζεται αποκλειστικά στη μακροοικονομική διάσταση και οι αναφορές για τη λογιστική παρακολούθησή του είναι σχεδόν ανύπαρκτες ενώ σε παγκόσμιο επίπεδο έχουν γίνει αντίστοιχες συζητήσεις οι οποίες όμως δεν φαίνεται να προβληματίζουν το Ελληνικό οικονομικό επιτελείο.
Η Ελληνική κυβέρνηση είχε εξαγγείλει (2/6/2015) την υιοθέτηση των Διεθνών Λογιστικών Προτύπων για το Δημόσιο Τομέα (IPSAS) η οποία όμως δεν έχει προχωρήσει μέχρι στιγμής όπως άλλωστε δεν έχει προχωρήσει καμία ουσιαστική αλλαγή στην αναδιοργάνωση, προς το καλύτερο, του δημοσίου τομέα.
Η όλη συζήτηση για το ελληνικό χρέος έχει επικεντρωθεί στο εάν είναι βιώσιμο ή όχι καθώς και για μέτρα ελάφρυνσής του μέσω π.χ. μείωσης των επιτοκίων κτλ.
Στον χώρο της διεθνούς λογιστικής το θέμα το οποίο συζητάται ευρύτερα είναι ο βαθμός στον οποίο οι κυβερνήσεις ακολουθούν ορθές πρακτικές για την παρακολούθηση των υποχρεώσεών τους και το ότι θα πρέπει να υιοθετήσουν λογιστικές παρακολούθησης που να προσομοιάζουν με αυτές του ιδιωτικού τομέα.
Όσον  αφορά τα χρέη των κρατών αυτά υπολογίζονται στην ονομαστική τους αξία ανεξάρτητα από την αξία που θα έχουν στο μέλλον και χωρίς να συνυπολογισθεί το επιτόκιο. Αυτά συμβαίνουν λόγω της συνθήκης του Μάαστριχτ που δίνει τον αντίστοιχο ορισμό για το χρέος δηλαδή ο υπολογισμός των χρεών στην ονομαστική τους αξία.
Η χρήση των Διεθνών Λογιστικών Προτύπων για το Δημόσιο Τομέα που είναι αντίστοιχα με τα Διεθνή Λογιστικά Πρότυπα που χρησιμοποιούνται στον ιδιωτικό τομέα. Σύμφωνα με τα Πρότυπα αυτά, ο υπολογισμός του χρέους δεν θα γίνεται με βάση την ονομαστική αξία των υποχρεώσεων αλλά θα προεξοφλείται διαχρονικά με τη χρήση επιτοκίων της αγοράς.
Συνεπώς το χρέος της Ελλάδας που ανέρχεται στο 178,6% του ΑΕΠ θεωρείται από όλο και περισσότερους ειδικούς ότι ως νούμερο δεν είναι σωστό γιατί βασίζεται στην ονομαστική αξία του χρέους.  Σύμφωνα με το Institute of International Finance (IIF, 2015): “η μέτρηση της βιωσιμότητας του χρέους ως ποσοστό του ονομαστικού χρέους ως προς το ΑΕΠ είναι ιδιαίτερα απλοϊκή για να χρησιμεύσει ως εργαλείο των πολιτικών προσαρμογής. Η σύνθεση και η δομή του χρέους ποικίλλει ανάλογα με: την ωριμότητα (μακροπρόθεσμη ή βραχυπρόθεσμη/μεσοπρόθεσμη), το κόστος των επιτοκίων καθώς και την ύπαρξη περιόδων χάριτος». Αλλά ούτε όμως και το ΔΝΤ χρησιμοποιεί την ονομαστική αξία του χρέους όταν υπολογίζει τη βιωσιμότητά του.
Μελέτες όπως αυτή των Japonica Partners για την Ελλάδα (τέλη του έτους 2013) υπολογίζουν το χρέος της Ελλάδας για την ίδια περίοδο να ανέρχεται στο 68% και το καθαρό χρέος μόνο στο 18%.
Κάτι τέτοιο υπολογίζεται με τη χρήση των Διεθνών Λογιστικών Προτύπων του Δημοσίου Τομέα τα οποία χρησιμοποιούνται σε πολλές αναπτυγμένες χώρες με βάση την αρχή των δεδουλευμένων, σύμφωνα με την οποία η επίπτωση των συναλλαγών στις χρηματοοικονομικές καταστάσεις αναγνωρίζονται όταν συμβαίνουν και όχι όταν εισπράττονται ή καταβάλλονται μετρητά.
Σύμφωνα με τον Πωλ Καζαριάν (2014) ο τρόπος που τηρείται το δημόσιο λογιστικό στην Ελλάδα δεν δείχνει την εύλογη αξία η οποία να βασίζεται στην παρούσα αξία της προεξόφλησης των μελλοντικών ταμειακών ροών. Για τους μη γνώστες, η εύλογη αξία είναι «το ποσό με το οποίο ένα στοιχείο του Ενεργητικού ή θα μπορούσε να ανταλλαχθεί ή ένα στοιχείο των Υποχρεώσεων να διακανονισθεί μεταξύ των μερών που ενεργούν ενσυνείδητα και με τη θέλησή τους στα πλαίσια μιας συναλλαγής που γίνεται με τους συνήθεις όρους της αγοράς» (Πρωτοψάλτης & Βουστούρης, 2002). Ο Καζαριάν (2014) συνεχίζει λέγοντας ότι το Ελληνικό χρέος έχει λογιστικοποιηθεί στο ποσό που οφείλεται κατά τη λήξη δηλαδή θεωρώντας ότι π.χ. ένα Ευρώ στο μέλλον θα κοστίζει όσο ένα Ευρώ με σημερινές τιμές ενώ ως γνωστόν, λόγω του πληθωρισμού, άλλη αξία έχει ένα Ευρώ σήμερα και άλλη στο μέλλον που θα έχει διαβρωθεί από τον πληθωρισμό.
Θεωρεί ότι είναι λάθος η λογιστική αξία του χρέους να είναι πάντα ίση με το οφειλόμενο ποσό στη λήξη. Στο σημείο αυτό να εξηγήσουμε ότι σύμφωνα με το ΔΛΠ 16 «Λογιστική αξία είναι το ποσό στο οποίο ένα περιουσιακό στοιχείο αναγνωρίζεται, μετά την αφαίρεση οποιωνδήποτε σωρευμένων αποσβέσεών και σωρευμένων ζημιών απομείωσης».Η λογιστική αξία πρέπει να είναι ίση με την εύλογη η οποία, όπως προαναφέρθηκε, είναι η τρέχουσα αξία της προεξόφλησης των μελλοντικών ταμειακών ροών χρησιμοποιώντας ως προεξοφλητικό επιτόκιο το επιτόκιο της αγοράς που αντιστοιχεί για παρόμοιο κίνδυνο.



Η χρήση των Διεθνών Λογιστικών Προτύπων Δημοσίου Τομέα θα βοηθήσει τόσο την Ελλάδα όσο και τους Δανειστές να υπολογίζουν σε πραγματικά μεγέθη και όχι να επιβαρύνουν τους λαούς όπως γίνεται μέχρι σήμερα. Θα δοθεί προσοχή και στο πραγματικό πρόβλημα της Ελλάδας που δεν είναι η φερεγγυότητα, παρά την ξένη προπαγάνδα εναντίον της Ελλάδας, αλλά είναι το πρόβλημα ρευστότητας, στο οποίο βέβαια εμπλέκεται και το πρόβλημα του Ευρώ όπως έχω ξανα αναφέρει σε άλλα μου άρθρα αλλά εδώ θα περιοριστώ μόνο στη λογιστική διάσταση. Έτσι θα δοθεί μία τελείως διαφορετική λύση στο Ελληνικό πρόβλημα.
Η χρήση όμως των Διεθνών Λογιστικών Προτύπων Δημοσίου Τομέα θα βοηθήσει την κυβέρνηση να μπορεί να λαμβάνει αποφάσεις μετρώντας την πραγματική επίδραση στο καθαρό χρέος και στην καθαρά θέση και ως εκ τούτου  να μην λαμβάνονται αποφάσεις που δεν έχουν αναλυθεί με τον κατάλληλο τρόπο.
Παράλληλα, μέσω της διαφάνειας που εγγυώνται τα Πρότυπα η Ελλάδα θα μπορέσει να ξανακερδίσει την αξιοπιστία της στο διεθνές περιβάλλον.
Ως εκ τούτου, η άμεση εφαρμογή τους στον Ελληνικό Δημόσιο Τομέα καθίσταται επιτακτική και είναι απορίας άξιον γιατί οι Ελληνικές κυβερνήσεις έχουν τόσο τραγικά καθυστερήσει. Φυσικά θα πρέπει όμως να αλλάξει και ο υπολογισμός του χρέους όπως έχει οριστεί από τη συνθήκη του Μάαστριχτ το οποίο μπορεί να γίνει με ομόφωνη απόφαση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου κάτι που δεν φαίνεται πιθανό.

Φωτεινή Μαστρογιάννη
Οικονομολόγος, Καθηγήτρια ΜΒΑ

  

Βιβλιογραφία

Institute of International Finance (2015). Capital Markets Monitor Key Issues. July/August 2015. Διαθέσιμο από τον Παγκόσμιο Ιστό:
<https://www.iif.com/sites/default/files/general/cmm_jul15_ki.pdf>, Πρόσβαση [21 Οκτωβρίου 2015]

 Japonica Partners (2014). Greece’s Huge Competitive Advantage. Διαθέσιμο από τον Παγκόσμιο Ιστό: http://www.eneiset.gr/files/sel/kazarian%20ppt.pdf, Πρόσβαση [22 Οκτωβρίου 2015]

Kazarian, P., Washington, S., Ball, I. (2014). Τι μπορούν να διδάξουν τα Ελληνικά λογιστικά δεινά στην Ασία. Διαθέσιμο από τον Παγκόσμιο Ιστό:

Μαστρογιάννη, Φ. (2015). Δημόσιο Λογιστικό και Προϋπολογισμοί, εκδ. Αρναούτη.


Πρωτοψάλτης, Ν. – Βρουστούρης, Π. (2002). Διεθνή Λογιστικά Πρότυπα και Διερμηνείες, εκδ. Σταμούλη.