Οι Ελληνικές επιχειρήσεις, ειδικότερα οι μικρομεσαίες, δέχονται διαρκές πλήγμα στα πλαίσια της συνεχούς
φορολόγησης, της έλλειψης ανταγωνιστικότητας στο σύγχρονο παγκοσμιοποιημένο
περιβάλλον αλλά και κυρίως της «ασαφούς» εθνικής στρατηγικής στην επιχειρηματικότητα
που όμως εντάσσεται στα πλαίσια της πολιτικής για τις επιχειρήσεις που
επιτάσσει η ένταξή μας στην ΕΕ.
Είναι γεγονός ότι πάντα στην
Ελλάδα τα φυσικά πρόσωπα συμμετείχαν σε μεγαλύτερο ποσοστό στα φορολογικά βάρη
έναντι των νομικών προσώπων. Ο συντελεστής φορολόγησης για τα νομικά πρόσωπα
ενώ ήταν ιδιαίτερα υψηλός στις αρχές της δεκαετίας του 1990 (55% μέχρι 40%)
ισορροπούσε με το πλήθος των φορολογικών ελαφρύνσεων που παρείχε το κράτος με
την προϋπόθεση ότι θα δημιουργούνταν θέσεις εργασίας. Στα πλαίσια αυτά τα
φυσικά πρόσωπα είχαν μεγαλύτερη φορολογική επιβάρυνση τόσο με την άμεση
φορολογία όσο και με την έμμεση.
Το 2003 σε μία αρκετά
αποκαλυπτική έκθεση της Γενικής Γραμματείας Πληροφοριακών Συστημάτων στο 63%
των ΑΕ αντιστοιχούσαν φορολογητέα κέρδη 442 Ευρώ ετησίως ενώ στις ΕΠΕ 890 Ευρώ
(!!!). Όσον αφορά δε τα φυσικά πρόσωπα, πρόσφατα στοιχεία δείχνουν ότι οι
μισθωτοί συνεισφέρουν κατά 74% (!!!) στα φορολογικά έσοδα ενώ οι μικρομεσαίες
επιχειρήσεις πληρώνουν φόρο περίπου 6.100 Ευρώ ετησίως.
Με τη μείωση των φορολογικών
συντελεστών από το 2000 οι ΑΕ μείωσαν τη συμμετοχή τους στα φορολογητέα κέρδη κατά
6% καθώς επίσης και τη συμμετοχή τους στο φόρο κατά 5,52% παρά το ότι ο αριθμός
τους μεγάλωσε (αύξηση κατά 5.320 επιχειρήσεις με νομική μορφή Α.Ε).
Για τις ΕΠΕ όμως που είναι
συνήθως μικρότερες επιχειρήσεις, ενώ μειώθηκαν κατά 1017 επιχειρήσεις, αυξήθηκε
κατά 17%. Αύξηση επίσης συντελέστηκε στις Ο.Ε. και Ε.Ε. κατά 1% (από 30,73% σε 29,68%).
Παρατηρούμε δηλαδή δύο φαινόμενα:
- Εκτεταμένης
έκτασης φοροδιαφυγή των νομικών προσώπων στα πλαίσια μίας κρατικής
πολιτικής που κάνει τα «στραβά μάτια» προκειμένου να δημιουργηθεί
ανάπτυξη.
- Φορολογική στήριξη των μεγαλύτερων επιχειρήσεων έναντι των μικροτέρων.
Η πολιτική αυτή εντάσσεται στα
πλαίσια των σχετικών υποδείξεων της ΕΕ για την αύξηση της ανταγωνιστικότητας
των Ελληνικών επιχειρήσεων μέσω της αναδιάρθρωσης της οικονομίας κάτι όμως που
σαφέστατα ευνοεί τις μεγάλες επιχειρήσεις σε βάρος των μικρότερων. Οι συνεχείς
φορολογικές ελαφρύνσεις υπέρ των μεγάλων επιχειρήσεων και εις βάρος των
μικροτέρων που γίνεται στα πλαίσια προσέλκυσης επενδύσεων δεν έχουν τα
αναμενόμενα αποτελέσματα πόσω δε μάλλον συνηγορούν στην πλήρη απομάκρυνση από
το κοινωνικό κράτος δεδομένου ότι ο κρατικός προϋπολογισμός χάνει έσοδα που σε
μία διαφορετική περίπτωση μπορεί να χρησιμοποιούνταν για κοινωνικές δαπάνες που
θα διευκόλυναν τη ζωή πολλών Ελλήνων.
Οι μεγάλες επιχειρήσεις, παρά τις
ελαφρύνσεις, βρίσκονται σε χαμηλή θέση όσον αφορά την ανταγωνιστικότητά τους
και σε μεσαία θέση όσον αφορά την ανταγωνιστικότητα των διευθυντικών στελεχών
τους σε σύγκριση με τις υπόλοιπες χώρες της ΕΕ.
Συνεπώς η πολιτική της Ελλάδας
που ακολουθεί πιστά την οικονομική πολιτική που της επιβάλλει η συμμετοχή της
στην ΕΕ οδηγεί σε ολιγοπωλιακές συνθήκες αγοράς, επικράτηση των πολυεθνικών, στραγγαλισμό
των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, δημιουργία επιχειρήσεων μη ανταγωνιστικών στο
παγκόσμιο περιβάλλον και οι οποίες δεν επανεπενδύουν μέρος των κερδών τους στη
δημιουργία θέσεων εργασίας και στην έρευνα και ανάπτυξη καινοτόμων προϊόντων
αλλά φοροδιαφεύγουν σε μεγάλο βαθμό. Το δυσμενές οικονομικό περιβάλλον της
χώρας είναι ένας ακόμα παράγοντας που δρα αρνητικά στα παραπάνω.
Τόσο η ΕΕ όσο και η Ελλάδα ως
μέλος της χρειάζεται να αναθεωρήσουν τη στρατηγική όσον αφορά τις μικρομεσαίες
επιχειρήσεις που πολλές από αυτές και καινοτομούν και δημιουργούν θέσεις
εργασίας και να περιορίσουν την ευνοϊκή πολιτική στα ολιγοπώλια.
Φωτεινή Μαστρογιάννη
Οικονομολόγος, Καθηγήτρια ΜΒΑ
Παραπομπές