Όλοι μιλάμε και πολύ περισσότερο βιώνουμε τα αποτελέσματα της οικονομικής
κρίσης. Πολλοί είναι αυτοί που πιστεύουν ότι η οικονομική κρίση είναι
αποκλειστικό χαρακτηριστικό της Ελλάδας. Η κρίση είναι παγκόσμια αλλά σε κάθε
κράτος ανάλογα με τις συνθήκες της οικονομίας του και την εφαρμοστέα οικονομική πολιτική αντιμετωπίζεται με
διαφορετικό τρόπο.
Οι κρίσεις στην παγκόσμια οικονομία υποτίθεται ότι είναι λογικές,
αναπόφευκτες και περιοδικές. Οι
περισσότερες είναι σχεδόν πάντοτε απροσδόκητες, παρά τα προειδοποιητικά σημάδια
και την προειδοποίηση των αναλυτών και των οικονομολόγων. Αυτό είναι ό,τι
συνέβη με την τρέχουσα παγκόσμια
χρηματοπιστωτική και οικονομική κρίση. Σύμφωνα με την σχετική ορολογία,
κρίση είναι μία οξεία απότομη θραύση της οικονομικής ζωής η οποία οδηγεί σε
μείωση της παραγωγής των αγαθών, αυξανόμενη ανεργία, επιδείνωση των συνθηκών
των εργαζομένων (Crouch, 2008:111). Αναφερόμενοι στη χρηματοπιστωτική κρίση,
είναι προφανής η διαπίστωση ότι η τρέχουσα κρίση έπληξε τον χρηματοπιστωτικό
τομέα. Ωστόσο, λόγω του γεγονότος ότι η πραγματική οικονομία συνδέεται στενά με
τον χρηματοπιστωτικό τομέα, στο τέλος, τέτοιες κρίσεις έχουν επίπτωση σε όλους
τους τομείς της οικονομίας και έχουν ως αποτέλεσμα την πτώση στην παραγωγή, την
αυξημένη ανεργία, την πτώση του επιπέδου ζωής κτλ.
Η παγκόσμια οικονομική κρίση ξεκίνησε από τις ΗΠΑ. Οι ρυθμιστικές αρχές απέτυχαν να εκτελέσουν τα κατάλληλα
θεσμικά τεστ αντοχής (Kaufman & Malliaris, 2010)
Οι Kaufman & Malliaris (2010) επισημαίνουν ότι οι ΗΠΑ
«είναι η μοναδική μεγάλη χώρα που δεν δημοσιεύει μία αναφορά χρηματοοικονομικής
σταθερότητας που να αναλύει την ευθραυστότητα του χρηματοοικονομικού συστήματος
και την τρωτότητα στα σοκ ούτε συμμετέχει στο Χρηματοοικονομικό Τομέα
Αξιολόγησης του Προγράμματος του ΔΝΤ – Παγκόσμιας Τράπεζας το οποίο αξιολογεί
την ευθραυστότητα των τραπεζών» (Kaufman & Malliaris, 2010)
Η Depository Institutions Deregulation and Monetary Control Act του 1980,
απελευθέρωσε, σε μεγάλο βαθμό, τις τράπεζες από τα προηγούμενα ανώτατα όρια
θεματοφυλακής και στεγαστικών επιτοκίων, και απελευθέρωσε τους περιορισμούς που
υπήρχαν στις νέες οικονομικές καινοτομίες. Το γεγονός αυτό σηματοδότησε μια δεκαετία οικονομικής απελευθέρωσης, στην
οποία διαλύθηκαν οι περίπλοκοι πιστωτικοί έλεγχοι που είχαν μετριάσει το
συστημικό κίνδυνο θέτοντας εμπόδια στην ανάπτυξη μιας αγοράς ενυπόθηκων στεγαστικών
δανείων για δανειολήπτες με κακή πιστοληπτική
ικανότητα (Canova, 2009).
Η αντι-κεϋνσιανή επανάσταση κατέληξε το 1999 στη Gramm-Leach-Bliley
Financial Services Modernization Act, η οποία ήρε πολλά από τα στοιχεία
της Glass-Steagall Act του 1929. Η
τελευταία επέβαλλε το διαχωρισμό των
εμπορικών τραπεζών και των ασφαλιστικών οργανισμών από τη συμμετοχή τους στη
γενικώς πιο ριψοκίνδυνη επενδυτική τραπεζική (Canova, 2009:385-386).
Ένας από τους κύριους λομπίστες για αυτή τη νομοθεσία ήταν ο Robert
Rubin, πρώην επικεφαλής της Goldman Sachs και στη συνέχεια Υπουργός Οικονομικών
της κυβέρνησης Κλίντον. Ο Rubin πίεσε για το νομοσχέδιο απορύθμισης ακόμη και
όταν διαπραγματευόταν τη μετάβασή του
από το Υπουργείο Οικονομικών στη θέση του συνδιευθύνοντα στη Citigroup. Παρά
την προφανή σύγκρουση συμφερόντων, ο Rubin ποτέ δεν κατηγορήθηκε για ανήθικη
συμπεριφορά (Canova, 2009).
Το 2004 η αμερικανική Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς (SEC) αύξησε σημαντικά το
ποσό της μόχλευσης των επενδυτικών τραπεζών, υπό την πίεση του τότε διευθύνοντα
της Goldman Sachs και μετέπειτα Γενικού Γραμματέα του Υπουργείου Οικονομικών
Χένρι Πόλσον. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς αύξησε την αποδεκτή μόχλευση κατοχής κεφαλαίου από δώδεκα φορές σε σαράντα
φορές, ενώ, επίσης, κατέστησε τη συμμόρφωση εθελοντική (Crotty, 2009).
Από το 1981 μέχρι το 2007 οι αξίες των οικονομικών στοιχείων στις ΗΠΑ
αυξήθηκαν από 4 φορές του συνολικού ΑΕΠ σε δέκα φορές, το οικιακό χρέος
αυξήθηκε από 48% του ΑΕΠ σε 100% του ΑΕΠ και το ιδιωτικό χρέος αυξήθηκε από
123% του ΑΕΠ στο 290% του ΑΕΠ. Το χρέος του χρηματοπιστωτικού τομέα αυξήθηκε
από το 22% του ΑΕΠ την ίδια περίοδο στο 117%. Ο χρηματοπιστωτικός τομέας αύξησε
τα εταιρικά κέρδη από το 10% στην αρχή της δεκαετίας του 1980 στο 40% το 2006,
έχοντας μία αύξηση της συνολικής αξίας των μετοχών από το 6% στο 23% την ίδια περίοδο
(Crotty, 2009).
Είναι σαφές ότι η οικονομική μόχλευση, ή η επένδυση που βασίζεται σε
χρέος, και η οποία επιτράπηκε από την απελευθέρωση από το 1980 υπήρξε πολύ
επικερδής για τον χρηματοπιστωτικό τομέα, και επέτρεψε την ανάπτυξη των
επενδύσεων και της κατανάλωσης μέσω της επέκτασης της διαθεσιμότητας της πίστωσης.
Σύμφωνα με τη μαρτυρία του Ben Bernanke στην επιτροπή της Financial
Crisis Inquiry το 2010, η Αμερικανική
χρηματοοικονομική ρύθμιση είναι ένα τοπίο με «τεράστια κενά στην εξουσία και
στην επικάλυψη αρμοδιοτήτων ». (Mullard, 2011:212-3) Τα χρηματοοικονομικά
έχουν απελευθερωθεί, αλλά δεν είναι
άναρχα και η δομή και εκτέλεση της
ρυθμιστικής εποπτείας σε αυτά είναι συνεπώς ζωτικής σημασίας για τη διαχείριση
του συστημικού κινδύνου. Από το 1998 έως το 2008 ο χρηματοπιστωτικός κλάδος
ξεπέρασε τα 1,7 δισεκατομμύρια δολάρια σε συνεισφορές σε πολιτικές
εκστρατείες και 3,4 δισεκατομμύρια
δολάρια για lobbying σε ομοσπονδιακούς αξιωματούχους (Wall Street Watch,2009).
Η κυβέρνηση Ομπάμα έχει επίσης επικριθεί για την ανάθεση της διαχείρισης
της κρίσης σε υπαλλήλους που εργάστηκαν για λογαριασμό του
χρηματοπιστωτικού κλάδου. Ανάμεσα σε αυτούς βρίσκονται ο υπουργός Οικονομικών Timothy Geithner, ο επικεφαλής Οικονομικός Σύμβουλος Larry Summers, και ο πρώην υπουργός Οικονομικών και διευθύνων σύμβουλος της Goldman Sachs.
χρηματοπιστωτικού κλάδου. Ανάμεσα σε αυτούς βρίσκονται ο υπουργός Οικονομικών Timothy Geithner, ο επικεφαλής Οικονομικός Σύμβουλος Larry Summers, και ο πρώην υπουργός Οικονομικών και διευθύνων σύμβουλος της Goldman Sachs.
Είναι πλέον ευρέως αποδεκτό ότι η οικονομική
κρίση προήλθε από τις αδυναμίες της αγοράς sub-prime των ΗΠΑ. Κατά τη διάρκεια του 2007, οι υποχρεώσεις στην
αγορά αυτή αυξήθηκαν απότομα, παρά την προσδοκία ότι κάτι τέτοιο θα
δημιουργούσε προβλήματα (Crouch, 2008). Το
γεγονός αυτό είχε πολύ μεγαλύτερο από το αναμενόμενο αντίκτυπο στις διεθνείς
αγορές.
Βεβαίως, η σύνδεση μεταξύ της αθέτησης της
εκπλήρωσης υποχρεώσεων στο Σικάγο και τον πανικό απόσυρσης των καταθέσεων από
τα πιστωτικά ιδρύματα στην Ευρώπη και την Ασία είναι μία περίπλοκη υπόθεση. Στην απλούστερη μορφή της , η σύνδεση αυτή
περιελάμβανε τη δημιουργία πακέτων sub-prime δανείων στις ΗΠΑ, τα οποία
πωλήθηκαν χονδρικώς και λιανικώς σε επενδυτές, τα έσοδα των οποίων
χρησιμοποιήθηκαν στη συνέχεια για νέα δάνεια, αποφεύγοντας με αυτόν τον τρόπο
τις υφιστάμενες ρυθμιστικές απαιτήσεις κεφαλαίου (Schwartz, 2008). Η μείωση της πρωταρχικής αποτίμησης των αρχικά
τιτλοποιημένων απαιτήσεων που ακολούθησε την αύξηση των αθετήσεων των
υποκείμενων υποχρεώσεων, οδήγησε σε μείωση της αξίας της αγοράς και, κατά
συνέπεια, της συνολικής αξίας των χαρτοφυλακίων των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων
σε όλο τον κόσμο (Langley, 2008). Αντιμετωπίζοντας την
ανάγκη αντικατάστασης των ιδίων κεφαλαίων τους, τα ιδρύματα αυτά περιόρισαν τη
δανειοδοτική τους δραστηριότητα, ιδιαίτερα στη διατραπεζική αγορά η οποία παρέχει το μεγαλύτερο μέρος
της βραχυπρόθεσμης ρευστότητας. Ο σχηματισμός μιας νέας, πιο προσεκτικής
προσέγγισης στον επενδυτικό κίνδυνο είχε ως αποτέλεσμα την αύξηση του κόστους
των διατιθέμενων κονδυλίων, δηλαδή την αύξηση των επιτοκίων στη διατραπεζική
αγορά (Crouch, 2008).
Η κρίση ήταν πλέον μεταδοτική.Οι
πιο σημαντικές εξελίξεις στην οικονομική κρίση του 2008 σημειώθηκαν κατά το
δεύτερο εξάμηνο του έτους. Μετά την πτώχευση της επενδυτικής τράπεζας Lehman
Brothers στις ΗΠΑ το Σεπτέμβριο, οι διεθνείς χρηματοπιστωτικές αγορές περιήλθαν
σε μια βαθύτερη κατάσταση κρίσης. Καθώς αρχικά τα αμοιβαία κεφάλαια της αγοράς χρήματος
και άλλοι επενδυτές έπρεπε να διαγράψουν τις διασυνδεδεμένες με τη Lehman
Brothers επενδύσεις, οι προβληματισμοί σχετικά με τον αυξημένο κίνδυνο του
αναδόχου πολλαπλασιάστηκαν,
καταλήγοντας σε εκκαθαρίσεις μεγάλης κλίμακας, οι οποίες σάρωσαν ακόμη και τις
ασφαλέστερες επενδύσεις και οδήγησαν μεγάλα τμήματα του διεθνούς
χρηματοπιστωτικού συστήματος σε δυσλειτουργία (Crouch, 2008).
Με το αποτελεσματικό πάγωμα των πιστωτικών αγορών και των αγορών χρήματος
και τη μεγάλη μείωση των τιμών των μετοχών (Langley, 2008), οι τράπεζες και άλλα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα
είδαν να περιορίζεται η πρόσβασή τους στη χρηματοδότηση και την κεφαλαιακή τους
βάση να συρρικνώνεται λόγω των συσσωρευμένων ζημιών από τη μείωσης της αξίας (Schwartz, 2008). Η διαφορά
(spread) του κόστους της παροχής πίστωσης αυξήθηκε σε επίπεδα ρεκόρ, οι τιμές
των μετοχών σημείωσαν ιστορική πτώση, και η αστάθεια αυξήθηκε σε όλες τις
αγορές, οδηγώντας σε ακραία αδιέξοδα της αγοράς (Crouch, 2008).
Οι διεθνείς εξελίξεις στην αγορά κατά το
δεύτερο εξάμηνο του 2008 χαρακτηρίστηκαν από τέσσερις λίγο έως πολύ διακριτές
φάσεις. Η πρώτη φάση περιελάμβανε την πτώχευση της επενδυτικής τράπεζας Lehman
Brothers στα μέσα Σεπτεμβρίου και την απόκτηση των δύο μεγάλων στεγαστικών
χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων στις ΗΠΑ Η δεύτερη φάση περιελάμβανε τις άμεσες
συνέπειες από την πτώχευση της Lehman Brothers στις αγορές και την εκτεταμένη
κρίση εμπιστοσύνης που προκλήθηκε εξαιτίας αυτής. Η τρίτη φάση, ξεκίνησε στα
τέλη Σεπτεμβρίου, και χαρακτηρίζεται από ταχεία και ευρεία πολιτική δράση για
την αντιμετώπιση της κρίσης που εξελίχθηκε (Crouch, 2008).Η δράση αυτή αφορούσε την υιοθέτηση μιας πιο
συστηματικής διεθνής προσέγγισης. Στην τέταρτη φάση, η οποία ξεκίνησε στα μέσα
του Οκτωβρίου, οι αποτιμήσεις στη χρηματιστηριακή αγορά άρχισαν να
κυριαρχούνται από αυξανόμενους φόβους για ύφεση στις οικονομίες, ενώ η
συμπεριφορά των αγορών συνέχισε να επηρεάζεται από αβεβαιότητα σχετικά με την
αποτελεσματικότητα της πολιτικής της νέας διαδικασίας λήψης μέτρων.
Η χρηματοπιστωτική αναταραχή εντάθηκε και εξαπλώθηκε γρήγορα τόσο στις
πιστωτικές όσο και στις χρηματιστηριακές αγορές και το παγκόσμιο
χρηματοπιστωτικό σύστημα εν γένει. Η προσδοκία της αύξησης του αντισυμβαλλόμενου κινδύνου οδήγησε σε μια
μεγάλη και ξαφνική αύξηση του ασφαλίστρου κινδύνου, όπως αυτό αποτυπώνεται στην
τιμή των credit default swaps (CDS). Οι μακροπρόθεσμες αποδόσεις των κρατικών
ομολόγων μειώθηκαν και τα carry trades διογκώθηκαν καθώς η μείωση της
εμπιστοσύνης στις αγορές οδήγησε σε μια νέα ροή κεφαλαίων σε τίτλους χαμηλού
ρίσκου. Η μεταβλητότητα των τιμών σε όλες τις αγορές αυξήθηκε ακόμη περισσότερο
μέσα στις επόμενες εβδομάδες, καθώς οι επενδυτές προχώρησαν σε συνεχείς
πωλήσεις των επενδύσεών τους (Wade,
2009).
Αυτή ήταν μία μικρή σύντομη ιστορική αναδρομή της οικονομικής κρίσης στις
ΗΠΑ η οποία διαχύθηκε, λόγω της παγκοσμιοποίησης, και στις υπόλοιπες χώρες. Οι
προτάσεις των ειδικών για τα μέτρα που πρέπει να ληφθούν, τουλάχιστον σε
επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης διίστανται και η μέχρι στιγμής αντιμετώπιση της οικονομικής
κρίσης κρίνεται μάλλον ως
αναποτελεσματική.
Βιβλιογραφία
Canova,
T.A. 2009.Financial Market Failure as a Crisis in the Rule of Law: from
Market
Fundamentalism to a New Keynesian Regulatory Model, Harvard Law
& Policy Review 3 (2), pp. 369-396.
Crotty,
J. 2009.Structural Causes of the Global Financial Crisis: a Critical Assessment
of the New Financial Architecture. Cambridge Journal of Economics 33,
pp.563-580.
Crouch, C 2008.Presentation at the Workshop,
The Political Economy of the Subprime Crisis – The Economics, Politics and
Ethics of Response, University of Warwick, 18-19th September
2008.
Kaufman, G.G. and Malliaris,
A.G 2010.The Financial Crisis of 2007–2009: Missing Financial Regulation
Or Absentee Regulators? ,
New Jersey: John Wiley & Sons, Inc.
Langley, P 2008. When Credit
Becomes Debt: Foreclosures and Forbearance
in SubPrime Mortgages,
Paper presented at the Workshop, Warwick
University,
18-19th Sept.
Mullard,
M 2011.Explanations of the Financial Meltdown and the Present Recession.”
The
Political Quarterly, 82(2),
pp.204-221.
Schwartz,
H 2008.Housing, Global Finance and American Hegemony: Building
Conservative
Politics One Brick at a Time, in: Comparative European Politics, 6(3),
pp.
262-284.
Wall Street Watch. 2009.Sold Out: How Wall
Street and Washington Betrayed America. In Wall Street Watch Reports.
March.