Η συζήτηση το τελευταίο διάστημα έχει επικεντρωθεί στο ερώτημα της πιθανής αλλαγής του νομίσματος στη χώρα. Κατά την άποψή μου κακώς γιατί το πρόβλημα της Ελλάδας δεν είναι το νόμισμα αλλά η οικονομική πολιτική που εφαρμόζεται η οποία ως γνωστόν υπακούει πάντα σε συγκεκριμένες πολιτικές επιλογές οι οποίες θα έπρεπε να φροντίζουν πρωτίστως για την ευημερία των πολιτών.
Πέραν αυτού επειδή υπάρχει μία σύγχυση στο ευρύ κοινό για το τι είναι το Ευρώ και παραθέτω μία σύντομη ανάλυση.
Το πρόβλημα με το Ευρώ είναι ότι υπόκειται σε ένα σύστημα σταθερής συναλλαγματικής ισοτιμίας. Ως σύστημα σταθερής συναλλαγματικής ισοτιμίας καλούμε εκείνο στο οποίο οι κυβερνήσεις επεμβαίνουν ενεργητικά στην αγορά κάθε φορά που η ισοτιμία του νομίσματος αποκλίνει από ένα αποδεκτό εύρος τιμών. Οι χώρες που συμμετέχουν στο σύστημα αυτό συγχρονίζουν τη νομισματική τους πολιτική προκειμένου να έχουν παρόμοιο πληθωρισμό όπως κάνουν οι χώρες της Ευρωζώνης.
Στο σύστημα αυτό διατηρούνται τα ονομαστικά επιτόκια σταθερά αλλά δεν μπορεί να τακτοποιήσει τα πραγματικά επιτόκια τα οποία και καθορίζονται από παράγοντες όπως είναι ο πληθωρισμός, οι διαφορές ανάπτυξης του προϊόντος και οι κρίσεις στο εμπόριο. Για όσους δεν γνωρίζουν τι είναι το ονομαστικό επιτόκιο είναι αυτό π.χ. που παίρνει κάποιος από μία τραπεζική κατάθεση αλλά χωρίς να γίνεται προσαύξηση για τον πληθωρισμό. Με άλλα λόγια εάν η τράπεζα σας δίνει επιτόκιο καταθέσεων ύψους 6% αλλά ο πληθωρισμός είναι 2% τότε το ονομαστικό σας επιτόκιο είναι 6% αλλά το πραγματικό είναι 4%.
Σε ένα σύστημα κυμαινόμενων συναλλαγματικών ισοτιμιών, η οικονομία μπορεί να προσαρμοσθεί σε τυχόν αλλαγές στα πραγματικά επιτόκια μέσω της προσαρμογής του ονομαστικού επιτοκίου. Σε ένα σύστημα σταθερής συναλλαγματικής ισοτιμίας, η μοναδική προσαρμογή που μπορεί να γίνει είναι η στροφή σε εσωτερικό και ειδικότερα σε εργατικό αποπληθωρισμό. Ο αποπληθωρισμός σημαίνει ότι οι τιμές των προϊόντων και των υπηρεσιών πέφτουν. Ας μην βιαστεί κάποιος να πει «μα αυτό είναι καλό» γιατί ουσιαστικά ο αποπληθωρισμός βάζει την οικονομία σε τέλμα γιατί όλοι αντί να αγοράσουν περιμένουν να πέσουν κι άλλο οι τιμές (και λόγω του μειωμένου εισοδήματος) και άρα έχουμε λιγότερες πωλήσεις, λιγότερους φόρους, λιγότερα έσοδα, αύξηση της ανεργίας κοκ.
Οσον αφορά το Ευρώ, ο αποπληθωρισμός που αναφέραμε καλείται «εσωτερική υποτίμηση».
Οι διάφορες σχολές οικονομίας όπως είναι αυτή των Κεϋνσιανιστών πιστεύουν ότι μία τέτοια αποπληθωριστική κατάσταση θα πρέπει να αποφευχθεί πάση θυσία. Δεν είναι μόνο όμως οι Κεϋνσιανιστές αλλά και ο Μίλτον Φρήντμαν, εκπρόσωπος της φιλελεύθερης σχολής προέβλεψε την αποτυχία του Ευρώ λόγω του ότι τα κράτη μέλη δεν μπορούν να χρησιμοποιήσουν την νομισματική πολιτική για να ανταποκριθούν στα διάφορα σοκ όπως αυτό που βιώνει σήμερα η Ελλάδα.
Αλλά ακόμη και ο Φρήντριχ Χάγιεκ, ένας άλλος οικονομολόγος της κλασικής φιλελεύθερης σχολής πίστευσε στην κρατική παρέμβαση η οποία και θα προλάμβανε ή θα καταπολεμούσε το «δευτερογενή αποπληθωρισμό» και ήταν επίσης επικριτικός για το Ευρώ όπως και ο Φρήντμαν.
Είναι σημαντικό σε αυτό το σημείο να επισημανθεί ότι όλες οι οικονομικές σχολές καταλήγουν στο ίδιο συμπέρασμα δηλαδή στο ότι σε μία σοβαρή ύφεση είναι τρέλα οι κυβερνήσεις να περιορίζουν την προσφορά χρήματος και τη μείωση των δαπανών γιατί έτσι κινδυνεύουν να πέσουν σε «παγίδα ρευστότητας».
Παρά όμως τις απόψεις των διάφορων οικονομικών σχολών, στην περίπτωση της Ελλάδας το Eurogroup έπραξε ακριβώς το αντίθετο.
Τι μας λένε όμως οι διάφορες οικονομικές σχολές για την επίλυση του προβλήματος. Ολες οι σχολές συμφωνούν ότι στην περίπτωση μίας σοβαρής ύφεσης μία κυβέρνηση θα πρέπει να εφαρμόσει αντικυκλική νομισματική και δημοσιονομική πολιτική προκειμένου να αντιμετωπίσει το πρόβλημα που δημιουργεί η παγίδα ρευστότητας. Η αντικυκλική νομισματική πολιτική σημαίνει ότι η κυβέρνηση θα προσπαθήσει να επιταχύνει την ανάπτυξη (ενώ σε περιόδους γρήγορης ανάπτυξης θα προσπαθήσει να την επιβραδύνει). Αντίστοιχα η αντικυκλική δημοσιονομική πολιτική είναι επεκτατική με την έννοια ότι η κυβέρνηση αυξάνει τις δαπάνες της ή μειώνει τους φόρους εισοδήματος ή άλλους φόρους. Προφανώς είναι προσωρινή ως πολιτική γιατί ανεβάζει το χρέος και έτσι η κυβέρνηση στο μέλλον θα αυξήσει τους φόρους ή θα περιορίσει τις δαπάνες της. Σε αυτό το σημείο θα πρέπει να επισημάνουμε ότι υπάρχουν διάφοροι συνδυασμοί που η ανάλυσή τους δεν είναι αντικείμενο του άρθρου.
Ολες οι οικονομικές σχολές υποστηρίζουν το σύστημα ευέλικτης συναλλαγματικής ισοτιμίας. Οι φιλελεύθεροι ειδικότερα είναι απολύτως κατά του συστήματος σταθερής συναλλαγματικής ισοτιμίας και γι’αυτό υποστήριζαν ότι το Ευρώ θα αποτύχει. Υποστήριζαν επίσης ότι το σύστημα σταθερής συναλλαγματικής ισοτιμίας θα κατέληγε σε υψηλή ανεργία. Κατά συνέπεια παρατηρούμε ότι σύμφωνα με όλες τις οικονομικές σχολές, η Ελλάδα θα πρέπει να αποδεσμευτεί από το Ευρώ που αντιστοιχεί σε ένα σύστημα σταθερής συναλλαγματικής ισοτιμίας.
Η μεγάλη αναδιάρθρωση του χρέους υποστηρίζεται ειδικότερα από τους Κεϋνσιανιστές αλλά δεν θα διαφωνούσαν και οι φιλελεύθεροι. Η αναδιάρθρωση του χρέους βοηθά στη μεγιστοποίηση της συνολικής μακροπρόθεσμης οικονομικής ευημερίας και οι τιμές της αγοράς αποτελούν έναν καλό δείκτη όσον αφορά το βαθμό του «κουρέματος» που απαιτείται.
Σε επόμενο άρθρο θα μιλήσουμε για τις πρακτικές λύσεις που προτείνονται για την επίλυση του Ελληνικού προβλήματος.
Πέραν αυτού επειδή υπάρχει μία σύγχυση στο ευρύ κοινό για το τι είναι το Ευρώ και παραθέτω μία σύντομη ανάλυση.
Το πρόβλημα με το Ευρώ είναι ότι υπόκειται σε ένα σύστημα σταθερής συναλλαγματικής ισοτιμίας. Ως σύστημα σταθερής συναλλαγματικής ισοτιμίας καλούμε εκείνο στο οποίο οι κυβερνήσεις επεμβαίνουν ενεργητικά στην αγορά κάθε φορά που η ισοτιμία του νομίσματος αποκλίνει από ένα αποδεκτό εύρος τιμών. Οι χώρες που συμμετέχουν στο σύστημα αυτό συγχρονίζουν τη νομισματική τους πολιτική προκειμένου να έχουν παρόμοιο πληθωρισμό όπως κάνουν οι χώρες της Ευρωζώνης.
Στο σύστημα αυτό διατηρούνται τα ονομαστικά επιτόκια σταθερά αλλά δεν μπορεί να τακτοποιήσει τα πραγματικά επιτόκια τα οποία και καθορίζονται από παράγοντες όπως είναι ο πληθωρισμός, οι διαφορές ανάπτυξης του προϊόντος και οι κρίσεις στο εμπόριο. Για όσους δεν γνωρίζουν τι είναι το ονομαστικό επιτόκιο είναι αυτό π.χ. που παίρνει κάποιος από μία τραπεζική κατάθεση αλλά χωρίς να γίνεται προσαύξηση για τον πληθωρισμό. Με άλλα λόγια εάν η τράπεζα σας δίνει επιτόκιο καταθέσεων ύψους 6% αλλά ο πληθωρισμός είναι 2% τότε το ονομαστικό σας επιτόκιο είναι 6% αλλά το πραγματικό είναι 4%.
Σε ένα σύστημα κυμαινόμενων συναλλαγματικών ισοτιμιών, η οικονομία μπορεί να προσαρμοσθεί σε τυχόν αλλαγές στα πραγματικά επιτόκια μέσω της προσαρμογής του ονομαστικού επιτοκίου. Σε ένα σύστημα σταθερής συναλλαγματικής ισοτιμίας, η μοναδική προσαρμογή που μπορεί να γίνει είναι η στροφή σε εσωτερικό και ειδικότερα σε εργατικό αποπληθωρισμό. Ο αποπληθωρισμός σημαίνει ότι οι τιμές των προϊόντων και των υπηρεσιών πέφτουν. Ας μην βιαστεί κάποιος να πει «μα αυτό είναι καλό» γιατί ουσιαστικά ο αποπληθωρισμός βάζει την οικονομία σε τέλμα γιατί όλοι αντί να αγοράσουν περιμένουν να πέσουν κι άλλο οι τιμές (και λόγω του μειωμένου εισοδήματος) και άρα έχουμε λιγότερες πωλήσεις, λιγότερους φόρους, λιγότερα έσοδα, αύξηση της ανεργίας κοκ.
Οσον αφορά το Ευρώ, ο αποπληθωρισμός που αναφέραμε καλείται «εσωτερική υποτίμηση».
Οι διάφορες σχολές οικονομίας όπως είναι αυτή των Κεϋνσιανιστών πιστεύουν ότι μία τέτοια αποπληθωριστική κατάσταση θα πρέπει να αποφευχθεί πάση θυσία. Δεν είναι μόνο όμως οι Κεϋνσιανιστές αλλά και ο Μίλτον Φρήντμαν, εκπρόσωπος της φιλελεύθερης σχολής προέβλεψε την αποτυχία του Ευρώ λόγω του ότι τα κράτη μέλη δεν μπορούν να χρησιμοποιήσουν την νομισματική πολιτική για να ανταποκριθούν στα διάφορα σοκ όπως αυτό που βιώνει σήμερα η Ελλάδα.
Αλλά ακόμη και ο Φρήντριχ Χάγιεκ, ένας άλλος οικονομολόγος της κλασικής φιλελεύθερης σχολής πίστευσε στην κρατική παρέμβαση η οποία και θα προλάμβανε ή θα καταπολεμούσε το «δευτερογενή αποπληθωρισμό» και ήταν επίσης επικριτικός για το Ευρώ όπως και ο Φρήντμαν.
Είναι σημαντικό σε αυτό το σημείο να επισημανθεί ότι όλες οι οικονομικές σχολές καταλήγουν στο ίδιο συμπέρασμα δηλαδή στο ότι σε μία σοβαρή ύφεση είναι τρέλα οι κυβερνήσεις να περιορίζουν την προσφορά χρήματος και τη μείωση των δαπανών γιατί έτσι κινδυνεύουν να πέσουν σε «παγίδα ρευστότητας».
Παρά όμως τις απόψεις των διάφορων οικονομικών σχολών, στην περίπτωση της Ελλάδας το Eurogroup έπραξε ακριβώς το αντίθετο.
Τι μας λένε όμως οι διάφορες οικονομικές σχολές για την επίλυση του προβλήματος. Ολες οι σχολές συμφωνούν ότι στην περίπτωση μίας σοβαρής ύφεσης μία κυβέρνηση θα πρέπει να εφαρμόσει αντικυκλική νομισματική και δημοσιονομική πολιτική προκειμένου να αντιμετωπίσει το πρόβλημα που δημιουργεί η παγίδα ρευστότητας. Η αντικυκλική νομισματική πολιτική σημαίνει ότι η κυβέρνηση θα προσπαθήσει να επιταχύνει την ανάπτυξη (ενώ σε περιόδους γρήγορης ανάπτυξης θα προσπαθήσει να την επιβραδύνει). Αντίστοιχα η αντικυκλική δημοσιονομική πολιτική είναι επεκτατική με την έννοια ότι η κυβέρνηση αυξάνει τις δαπάνες της ή μειώνει τους φόρους εισοδήματος ή άλλους φόρους. Προφανώς είναι προσωρινή ως πολιτική γιατί ανεβάζει το χρέος και έτσι η κυβέρνηση στο μέλλον θα αυξήσει τους φόρους ή θα περιορίσει τις δαπάνες της. Σε αυτό το σημείο θα πρέπει να επισημάνουμε ότι υπάρχουν διάφοροι συνδυασμοί που η ανάλυσή τους δεν είναι αντικείμενο του άρθρου.
Ολες οι οικονομικές σχολές υποστηρίζουν το σύστημα ευέλικτης συναλλαγματικής ισοτιμίας. Οι φιλελεύθεροι ειδικότερα είναι απολύτως κατά του συστήματος σταθερής συναλλαγματικής ισοτιμίας και γι’αυτό υποστήριζαν ότι το Ευρώ θα αποτύχει. Υποστήριζαν επίσης ότι το σύστημα σταθερής συναλλαγματικής ισοτιμίας θα κατέληγε σε υψηλή ανεργία. Κατά συνέπεια παρατηρούμε ότι σύμφωνα με όλες τις οικονομικές σχολές, η Ελλάδα θα πρέπει να αποδεσμευτεί από το Ευρώ που αντιστοιχεί σε ένα σύστημα σταθερής συναλλαγματικής ισοτιμίας.
Η μεγάλη αναδιάρθρωση του χρέους υποστηρίζεται ειδικότερα από τους Κεϋνσιανιστές αλλά δεν θα διαφωνούσαν και οι φιλελεύθεροι. Η αναδιάρθρωση του χρέους βοηθά στη μεγιστοποίηση της συνολικής μακροπρόθεσμης οικονομικής ευημερίας και οι τιμές της αγοράς αποτελούν έναν καλό δείκτη όσον αφορά το βαθμό του «κουρέματος» που απαιτείται.
Σε επόμενο άρθρο θα μιλήσουμε για τις πρακτικές λύσεις που προτείνονται για την επίλυση του Ελληνικού προβλήματος.