Φωτεινή Μαστρογιάννη
Η συζήτηση για
την ευφυΐα των λαών αποτελεί, εδώ και αρκετό καιρό, αντικείμενο ενδιαφέροντος
για τους ψυχολόγους και τους οικονομολόγους. Οι οικονομολόγοι ενδιαφέρονται και
γιατί ήδη υπάρχει από το 1950 μία τάση συνδυασμού της οικονομίας και της κοινωνιολογίαςως συνέχειας της κλασικής οικονομικής σχολής αλλά και γιατί σχετίζουν τον εθνικό
δείκτη ευφυΐας με την οικονομική ανάπτυξη.
Ο οικονομολόγος
Γκάρετ Τζόουνς αναφέρεται στο «παράδοξο της ευφυΐας» όπου παρατήρησε ότι μία
αύξηση ενός βαθμού στο δείκτη νοημοσύνης ενός ατόμου εντός μίας χώρας οδηγεί σε 1%υψηλότερο εισόδημα ανά άτομο ενώ μεταξύ διάφορων χωρών αυτή η αύξηση του ενόςβαθμού οδηγεί σε 6% υψηλότερο εισόδημα ανά άτομο. Συνεπώς, κατέληξε ότι ο
συνολικός δείκτης ευφυΐας (IQ) των
κατοίκων μίας χώρας είναι πιο σημαντικός από τον ατομικό δείκτη.
Ο υψηλός δείκτης ευφυΐας συνδέεται με την υπομονή, την ανάληψη κινδύνου, τη συνεργασία –συλλογικότητα (ως γνωστόν, η έλλειψη συνεργασίας και ο υπέρμετρος ατομικισμός
κοντεύουν όχι απλώς να θεωρούνται εθνικά χαρακτηριστικά στην Ελλάδα αλλά με
την κρίση να επιδεινώνονται και συνεπώς να αποτελούν ένδειξη ανοησίας παρά ευφυΐας)
και με πολλά θετικά οικονομικά αποτελέσματα. Το υψηλό εθνικό IQ σε ένα
περιβάλλον ανοικτής οικονομίας βοηθά τις χώρες αυτές να αποκτούν το παγκόσμιο
κεφάλαιο και να κατέχουν περιουσιακά στοιχεία χαμηλού κινδύνου.
Οι ερευνητές
θεωρούν ότι το εθνικό IQ μπορεί να αυξηθεί (ή και να μειωθεί όπως θα δούμε στην
περίπτωση του ελληνικού IQ).
Σύμφωνα με τα συμπεράσματα διάφορων ερευνών, ο εθνικός δείκτης ευφυΐας αυξάνεται όταν οι χώρες
βιώνουν γρήγορη οικονομική ανάπτυξη (στην Ελλάδα, λοιπόν, λόγω της πολλά
υποσχόμενης αλλά ανέφικτης,υπό τις παρούσες συνθήκες, ανάπτυξης, θα πρέπει να αναμένουμε
περαιτέρω μείωση του εθνικού δείκτη ευφυΐας).
Ένας σημαντικός παράγοντας
διατήρησης χαμηλής εθνικής ευφυΐας είναι οι κληρονομικές ασθένειες (βλ. Αφρική)
που είναι όμως σε κάποιο βαθμό αποτέλεσμα της μηδενικής οικονομικής ανάπτυξης
των χωρών αυτών (και κατά συνέπεια της ελλιπούς υγειονομικής περίθαλψης).
Ο εθνικός δείκτης ευφυΐας αυξάνει και με τη μετανάστευση. Τι είδους
όμως μετανάστευση; Όχι όλων αλλά ατόμων με υψηλότερη ευφυΐα από τον μέσο εθνικό
όρο. Αυτή είναι η πολιτική που ακολουθούν οι ΗΠΑ αλλά και η Γερμανία με την αθρόα
προσέλκυση Ελλήνων επιστημόνων. Οι χώρες αυτές δίνουν κίνητρα σε μετανάστες
υψηλών προσόντων να εισέλθουν στη χώρα παρέχοντάς τους τη δυνατότητα να
εργασθούν νόμιμα.
Στην Ελλάδα, η εικόνα είναι τελείως διαφορετική και πάντα προς το
χειρότερο. Σύμφωνα με την έρευνα του Διεθνούς Οργανισμού Μετανάστευσης για την
περίοδο Ιανουαρίου – Νοεμβρίου 2016, όσον αφορά το μορφωτικό επίπεδο των
μεταναστών «οι μισοί ερωτηθέντες ανέφεραν τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση ενώ το20% ανέφερε την πρωτοβάθμια. 17% ανέφερε μορφωτικό επίπεδο τριτοβάθμιαςεκπαίδευσης ενώ το υπόλοιπο 17% ανέφερε ότι δεν έχει λάβει κανενός είδους εκπαίδευση ή ότι έχει παρακολουθήσει επαγγελματική εκπαίδευση». Συνεπώς, η
μετανάστευση στην Ελλάδα δεν θα συντελέσει στην αύξηση του εθνικού δείκτη ευφυΐας.
Στην Ελλάδα ο
εθνικός δείκτης ευφυΐας, σύμφωνα με έρευνα που διενήργησαν το διάστημα
2002-2006 οι καθηγητές Λυν και Βανχάνεν σε 80 χώρες, είναι 92 και δέκατη πέμπτη
στον κόσμο αλλά στο μέσο όρο των χωρών κυρίως της Ανατολικής Ευρώπης ενώ στη
Δυτική Ευρώπη τον υψηλότερο δείκτη ευφυΐας έχουν οι Φινλανδοί με 101 ενώ οι
περισσότερες χώρες της Δυτικής Ευρώπης έχουν 98-99. Τον χαμηλότερο δείκτη
εθνικής ευφυΐας έχουν οι Αλβανοί με 82.
Η Ελλάδα λοιπόν
υπολείπεται των χωρών της Δύσης κατά 6-7 μονάδες στον δείκτη ευφυΐας.
Εντυπωσιακό όμως είναι το στοιχείο που έδωσε ο βικτωριανός πολυμαθής Φράνσις
Γκάλτον στο κλασικό του βιβλίο
«Κληρονομική Μεγαλοφυΐα» το 1869.
Στην εποχή του δεν υπήρχε η μέτρηση IQ η
οποία εμφανίστηκε για πρώτη φορά το 1912 από τον Στερν ή κατ’άλλους το 1916 από
τον Τέρμαν. Κάνοντας την αναγωγή στη
σύγχρονη μέτρηση IQ, οι αρχαίοι Έλληνες είχαν εθνικό δείκτη ευφυΐας 125 -130
(αρκετά πάνω του μέσου όρου εάν σκεφθεί κάποιος ότι ένας απόφοιτος πανεπιστημίου έχει περίπου 113) . Με αυτό τον δείκτη ευφυΐας, οι αρχαίοι Έλληνες θα έβλεπαν
τους Ευρωπαίους μάλλον ως κρετίνους και θα απορούσαν με θλίψη για τους
νεοέλληνες.
Μερικοί από τους παράγοντες
που συνετέλεσαν στον υψηλό δείκτη ευφυΐας των αρχαίων Ελλήνων ήταν το αρκετά
μεγάλο ποσοστό, για την εποχή, εγγράμματων και η οικονομική ευημερία η οποία
συνετέλεσε και στο καλό επίπεδο διατροφής αλλά και στο ύψος αφού οι αρχαίοι Έλληνες
ήταν από τους ψηλότερους λαούς της εποχής. Ένας άλλος παράγοντας ήταν το
υγιεινό φυσικό περιβάλλον το οποίο δεν ευνοούσε την ανάπτυξη επιδημιών.
Η κατάσταση στη
σύγχρονη Ελλάδα όμως είναι διαφορετική. Η χρόνια ξενοκρατία, κατοχή και υποτέλεια προκάλεσαν και προκαλούν εμπόδια στην οικονομική ανάπτυξη της χώρας και συνετέλεσαν στη μείωση του εθνικού δείκτη ευφυΐας.
Το ποσοστό αναλφαβητισμού στη
σύγχρονη Ελλάδα είναι σχετικά χαμηλό (βαίνει όμως αυξανόμενο ήδη υπήρχαν το 2012 3,8 εκατομμύρια τα οποία είχαν βγάλει το γυμνάσιο ή ήταν αναλφάβητοι) ωστόσο υπάρχει πλήθος λειτουργικά αναλφάβητων
δηλαδή ατόμων που ενώ έχουν διδαχθεί το αλφάβητο δεν μπορούν να γράψουν με σωστή
ορθογραφία και σύνταξη ακόμα και εάν έχουν πανεπιστημιακό πτυχίο. Η χρήση των
γκρήκλις (άλλο ένα σημάδι υποτέλειας), το ατονικό, η χρήση των λατινικών σημείων στίξης είναι
όλα ενδείξεις του σοβαρού λειτουργικού αναλφαβητισμού. Όλα αυτά είναι αποτέλεσμα
της κάκιστης παιδείας στη χώρα μας- από την πρωτοβάθμια μέχρι την τριτοβάθμια.
Άλλοι παράγοντες
που συντελούν στη μείωση του εθνικού δείκτη ευφυΐας είναι η πεντάωρη (!) καθημερινή τηλεθέαση των Ελλήνων, τηλεθέαση τροφοδοτούμενη με τηλεσκουπίδια και παραπληροφόρηση
της ιδιωτικής τηλεόρασης τα οποία ο μέσος Έλληνας δέχεται αδιαμαρτύρητα, ανίκανος
για οποιαδήποτε κριτική σκέψη, έρμαιο χειραγώγησης.
Η έλλειψη κριτικής σκέψης και γενικότερης παιδείας
φαίνεται και από το ότι το 40% των Ελλήνων δεν διαβάζει ΚΑΝΕΝΑ βιβλίο και μόνο ένας στους έντεκα ενδιαφέρεται να ενημερωθεί. Η κατάσταση είναι χειρότερη με τους νέουςπου διαβάζουν πολύ λιγότερο από ότι οι προηγούμενες γενιές. Η κρίση φυσικά
επιδεινώνει την κατάσταση με την περικοπή των θέσεων εργασίας, την ακρίβεια, τη
μείωση του διαθέσιμου εισοδήματος, την περικοπή των δαπανών για την παιδεία και
την υγεία.
Από την άλλη, αυτοί που διαθέτουν ακόμα κάποια εισοδήματα προτιμούν
τον άκρατο καταναλωτισμό αντί της απόκτησης καλύτερης παιδείας. Ο χυδαίος
ηδονισμός προτιμάται από τον καλό δάσκαλο και η ποιοτική παιδεία θα ανήκει μόνο
σε μία πολύ περιορισμένη ελίτ.
Το μέλλον προβλέπεται
άκρως δυσοίωνο για τον ελληνικό εθνικό δείκτη ευφυΐας και η επιστροφή σε ένα
παρελθόν όπου ο δάσκαλος πληρώνονταν με τρόφιμα και μορφωμένος θεωρούνταν ο απόφοιτος
του Σχολαρχείου είναι ante portas.
Φωτεινή Μαστρογιάννη |
Στα πλαίσια της στρατηγικής της οικονομικής ανάπτυξης της χώρας (αλλά και της κοινωνικής
ευημερίας εάν αυτό ακόμα ενδιαφέρει κάποιους) επείγει να ληφθεί υπόψη και αυτός
ο παράγοντας γιατί είναι απορίας άξιον πως σε ένα άκρως ανταγωνιστικό περιβάλλον
ελπίζουμε να επιβιώσουμε με έναν πληθυσμό γερασμένο και «αναλφάβητο».
<http://mason.gmu.edu/~gjonesb/JonesADR.pdf>