Οικονομικό Σπουδαστήρι

Οικονομικό Σπουδαστήρι
Γι'Αυτούς που Θέλουν Εξειδίκευση
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα κοινωνική αλλαγή. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα κοινωνική αλλαγή. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα 19 Ιουλίου 2021

Κοινωνική αλλαγή και δημοσιογραφία των πολιτών


Φωτεινή Μαστρογιάννη     


Η δημοσιογραφία των πολιτών δίνει φωνή στους απλούς ανθρώπους και ως εκ τούτου,     εκπληρώνει μία βασική προϋπόθεση της κοινωνικής αλλαγής. 
Οι πολίτες δεν είναι πλέον παθητικοί καταναλωτές ειδήσεων αλλά αντίθετα, αρκετές φορές,  είναι αυτοί που  διανέμουν ειδήσεις σε πολλούς ανθρώπους με τη χρήση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, ιστολογίων κτλ προσπερνώντας τα παραδοσιακά ΜΜΕ.
Η δημοσιογραφία των πολιτών δεν είναι απλώς συμμετοχική επικοινωνία ενώ η κοινωνική αλλαγή δεν αφορά μόνο ποιος μιλά και εάν οι πολίτες έχουν ευκαιρίες να μιλήσουν γενικά αλλά εάν μπορούν οι φωνές τους να ακουστούν στις συζητήσεις και στις αποφάσεις που λαμβάνονται για τις κοινές υποθέσεις.
Η δημοσιογραφία των πολιτών παρέχει «ορατότητα» σε κοινωνικά προβλήματα που δεν θα είχαν σε διαφορετική περίπτωση. Πλέον η επαγγελματική δημοσιογραφία δεν διαδραματίζει τον ρόλο του ενδιάμεσου που ενημερώνει το κοινό σχετικά με το τι είναι και δεν είναι είδηση. Ο εμπλουτισμός με ειδήσεις που αφορούν την κοινωνία βοηθά στη διεύρυνση της ενημέρωσης και της γνώσης του κοινού, διαμορφώνει τη δημόσια ατζέντα αλλά και πληροφορεί τη δημόσια συζήτηση σχετικά με τις κρατικές πολιτικές που πρόκειται να εφαρμοσθούν.
Τα κοινωνικά θέματα είναι πιθανόν να καλυφθούν από τους επαγγελματίες δημοσιογράφους μόνο εάν έχουν στοιχεία που να τα καθιστούν άξια αναφοράς. Εάν και το Διαδίκτυο είναι ανοικτό και μπορεί να φιλοξενήσει τη γνώμη οποιουδήποτε ωστόσο τα παραδοσιακά ΜΜΕ καρπώνονται το μεγαλύτερο μέρος της αναγνωσιμότητας. Μπορεί οι επιτυχημένοι ιστολόγοι να έχουν κάποιες χιλιάδες ακόλουθους ωστόσο δεν μπορούν να φθάσουν το εύρος των παγκόσμιων ειδησεογραφικών οργανισμών. Πέραν αυτού, οι οργανισμοί που επιδιώκουν την κοινωνική αλλαγή επιζητούν την προσοχή των μεγάλων ειδησεογραφικών οργανισμών προκειμένου να αποκτήσουν μεγαλύτερη αναγνωρισιμότητα (Waisbord, 2010).
Ωστόσο και τα παραδοσιακά ΜΜΕ προσπαθούν να δημιουργήσουν επίσημες συνεργασίες μεταξύ των πολιτών και των δικών τους γραφείων σύνταξης.  Στην περίπτωση αυτή οι πολίτες παράγουν την πληροφορία και διευκολύνουν την πρόσβαση στις πηγές ή ακόμα και με τα σχόλιά τους στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης αναδεικνύουν κοινωνικά προβλήματα που τα παραδοσιακά ΜΜΕ με τη σειρά τους επιλέγουν και τα προβάλλουν ως ειδήσεις. Η ειδησεογραφική κάλυψη των κοινωνικών προβλημάτων καθίσταται, κατ’αυτό τον τρόπο, ευρύτερη. Ωστόσο, τί γίνεται με τα κοινωνικά προβλήματα που δεν παρουσιάζουν ειδησεογραφικό ενδιαφέρον για τα παραδοσιακά ΜΜΕ; Τέτοια θέματα είναι η ειδησεογραφική κάλυψη της φτώχειας  που δεν συνοδεύεται από δηλώσεις πολιτικών κοκ.
Εάν και πλέον τα παραδοσιακά ΜΜΕ έχουν αποδεχτεί σε κάποιο βαθμό τη δημοσιογραφία των πολιτών ωστόσο στην αρχή, οι επαγγελματίες δημοσιογράφοι δεν θεωρούσαν ότι οι ιστολόγοι και οι άλλες μορφές της δημοσιογραφίας των πολιτών έχουν την εκπαίδευση και την εμπειρία για να παράξουν ποιοτική δημοσιογραφία.  Για την αξιολόγηση της πληροφορίας που παράγεται από τους πολίτες δημοσιογράφους, οι επαγγελματίες δημοσιογράφοι ανατρέχουν στο Διαδίκτυο και βρίσκουν πληροφορίες που προέρχονται από τους πολίτες δημοσιογράφους οι οποίες πρέπει πληρούν τα κριτήρια για ειδησεογραφική κάλυψη δηλ. αξιοπιστία, ακρίβεια, πραγματικότητα και κύρος (Volkmer & Firdaus, 2012).
Η ειδησεογραφική κάλυψη των κοινωνικών προβλημάτων ειδικότερα αυτών που είναι τεχνικά και πολιτικά περίπλοκα απαιτούν χρόνο και πόρους κάτι που διαθέτουν μόνο μεμονωμένοι πολίτες δημοσιογράφοι. Κάποιοι ιστολόγοι συνεισφέρουν σε σημαντικό βαθμό όταν καταθέτουν τις εμπειρίες τους και όταν διενεργούν πρωτογενή έρευνα ωστόσο δεν έχουν τους πόρους για να καλύψουν και να ερευνήσουν σε βάθος τις ενέργειες των κυβερνήσεων και των επιχειρήσεων, κατά συνέπεια, μπορεί να θεωρηθεί ότι δεν επιδρούν σημαντικά στην κοινωνική αλλαγή.
Η κοινωνική αλλαγή συνδέεται άμεσα με τη συλλογική δράση.  Ποια είναι όμως η  σχέση μεταξύ της δημοσιογραφίας των πολιτών και της συλλογικής δράσης; Όπως η δημοσιογραφία των πολιτών κατέλυσε τις παραδοσιακές διακρίσεις μεταξύ των επαγγελματιών και των ερασιτεχνών έτσι κατέλυσε και τα συμβατικά όρια μεταξύ της δημοσιογραφίας και του ακτιβισμού. Οποιοσδήποτε μπορεί να είναι δημοσιογράφος αλλά μπορεί να είναι και ακτιβιστής (Bromley, 2010). 
Αρωγός σε κάτι τέτοιο είναι η τεχνολογία ανοικτού κώδικα που μέσω αυτής τα δημοσιογραφικά καθήκοντα όπως είναι η καταγραφή και ανάλυση δεδομένων συνδέονται με διαστάσεις του κοινωνικού ακτιβισμού όπως είναι η οργάνωση, η λήψη δωρεών και οι εκλογές. Η δημοσιογραφία των πολιτών απαλλαγμένη από τις συμβατικές έννοιες της αμερόληπτης και με βάση τα στοιχεία δημοσιογραφίας μπορεί εύκολα να μετατραπεί σε κινητοποίηση. Εδώ έγκειται και το καινοτόμο δημοκρατικό δυναμικό της δημοσιογραφίας των πολιτών γιατί αναδεικνύει ένα εύρος φωνών και εμπλέκει τους πολίτες σε συλλογική δράση  (Shirky 2011).
Η δημοσιογραφία των πολιτών ευθύνεται για τη μεγάλη μείωση των εμποδίων στη συλλογική οργάνωση και δράση χωρίς  φυσική παρουσία ή χωρίς τους συμβατικούς οργανισμούς.  Σύμφωνα με τον Schudson (2020, σελ. 78) όσο καλύτερα είναι ενημερωμένοι οι πολίτες τόσο είναι πιθανότερο να συμμετέχουν σε πολιτικές δράσεις ωστόσο δεν είναι σαφές εάν η συμμετοχή οδηγεί στην ενημέρωση ή η ενημέρωση στη συμμετοχή.
Υπάρχουν πολλά παραδείγματα της δημοσιογραφίας των πολιτών και της συλλογικής δράσης. Για παράδειγμα, η πλατφόρμα επιτήρησης επιδημιών (healthmap.org), οι αναφορές για τα εγκλήματα στις φαβέλες της Βραζιλίας, για τις κηλίδες του πετρελαίου στον Κόλπο του Μεξικού καπ αποτελούν περιπτώσεις δημοσιογραφίας των πολιτών όπου οι πολίτες συζητούν για δράσεις, ενημερώνουν τους κατοίκους και λαμβάνονται αποφάσεις βάσει στοιχείων (de Oliveira, 2012). Τα παραδείγματα αυτά δείχνουν τη δημοκρατική χρήση της δημοσιογραφίας των πολιτών αλλά αυτό δεν συνεπάγεται ότι η δημοσιογραφία των πολιτών οδηγεί απαραίτητα σε συλλογική δράση.
Δεν είναι, όμως, όλοι οι πολίτες δημοσιογράφοι ακτιβιστές. Στην κοινωνική αλλαγή είναι σημαντικός ο ρόλος των οργανισμών που δραστηριοποιούνται στη συλλογική δράση, η δραστηριοποίηση δικτύων συμμετοχής και η αλλαγή πολιτικής. Σύμφωνα με την Μαστρογιάννη (2018), οι παράγοντες που προκαλούν την κοινωνική αλλαγή είναι: «η ανακάλυψη, το αναπόφευκτο της κοινωνικής σύγκρουσης, ο τεχνολογικός ντετερμινισμός (σημ. μεπολύ απλά λόγια είναι η θεωρία που υποστηρίζει ότι η κοινωνία δεν μπορεί ναεπιδράσει στην τεχνολογία), οι τεχνολογικές εφευρέσεις, η γνώση, οι πεποιθήσειςκαι οι αξίες, οι πολιτιστικές επαφές, η πολιτισμική διάχυση και η ύπαρξηκοινωνικών κινημάτων».
Οι πολίτες δημοσιογράφοι έχουν κινητοποιήσει την κοινή γνώμη σε θέματα υγείας όπως π.χ. η αξιοσημείωτη μείωση της βρεφικής και μητρικής θνησιμότητας στην υποσαχάριο Αφρική καπ.  Η κινητοποίηση για τα θέματα αυτά εμπίπτει με το πρώτο στάδιο της δημιουργίας ενός κοινωνικού κινήματος ως κοινωνικής αλλαγής που είναι η ανησυχία και η αναταραχή για συγκεκριμένα θέματα (Μαστρογιάννη, 2018).
Αυτές οι δράσεις συνδύαζαν παλιές και ψηφιακές μορφές επικοινωνίας ωστόσο δεν θα μπορούσαν να πραγματοποιηθούν χωρίς τη βοήθεια των κυβερνήσεων, ειδικών, ακτιβιστών, τοπικών οργανισμών και διεθνών οργανισμών  (Obregon & Waisbord 2012).
Η δημοσιογραφία των πολιτών μπορεί να εγείρει, σε συγκεκριμένες περιστάσεις, συλλογική δράση και να συνεισφέρει στην κοινωνική αλλαγή πληροφορώντας για κοινωνικά προβλήματα. Ωστόσο, η διατηρήσιμη αλλαγή ειδικά εάν αφορά πολιτικά θέματα προϋποθέτει πόρους και τις απαραίτητες συνθήκες. Σύμφωνα με τη Μαστρογιάννη (2018) ο λόγος της αποτυχίας του κινήματος των Αγανακτισμένων ήταν: «αποδείχτηκαν ανεπαρκείς σε έναν βασικόπαράγοντα που είναι αυτός της κινητοποίησης των πόρων δηλαδή της οργάνωσης καιαπόκτησης πόρων όπως είναι χρήματα αλλά και σωστής εκμετάλλευσης του χρόνου και των δεξιοτήτων των ανθρώπων που τους ακολούθησαν».
Τα κινήματα της δημοσιογραφίας των πολιτών διαδραμάτισαν σημαντικό ρόλο στην πολιτική αλλαγή αλλά δεν είναι επαρκή έτσι ώστε να προκληθεί η κοινωνική δικαιοσύνη για την οποία είναι απαραίτητη, όπως προαναφέρθηκε, η συμμετοχή οργανισμών και κινητοποιημένων πολιτών.
Ο ισχυρισμός ότι οι επαναστάσεις προκλήθηκαν μέσω των κοινωνικών μέσων είναι ελκυστικός ωστόσο προωθεί ένα απολίτικο όραμα μία τεχνολογικής επέμβασης ως απαραίτητο στοιχείο για την ανθρώπινη βελτίωση (Morozov, 2013) ενώ παραλείπει την οργανωσιακή δουλειά που προϋποθέτει η κοινωνική αλλαγή.
Είναι λάθος να υποτεθεί ότι οι αναρτήσεις στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης όσο και δημοφιλή να είναι, τα like ή η ψηφιακή οργάνωση προκαλούν την κοινωνική αλλαγή και την ανατροπή των ανισοτήτων ισχύος. «Κάποιοι ισχυρίζονταιότι τα προσωπικά ιστολόγια αλλά και η γενικότερη συμμετοχή στα κοινωνικά μέσα ενθαρρύνουν τη δημοσιογραφία των πολιτών και τον διαδικτυακό ακτιβισμό (Χασάμελ Χαμαλάουϊ- «σε μία δικτατορία, η ανεξάρτητη δημοσιογραφία είναι από μόνη τηςμία μορφή ακτιβισμού και η διάδοση της πληροφορίας είναι ουσιαστικά μία πράξηαντίδρασης») ενώ κάποιοι άλλοι θεωρούν ότι αυξάνει απλώς την παθητικότητα(Μαλέκ Μουσταφά – «δεν αρκεί να γράφει κάποιος. Το μπλόγκινγκ πρέπει νασυνδυάζεται με δράση στους δρόμους διαφορετικά είναι μία άδεια, άχρηστηδιαμαρτυρία» (Μαστρογιάννη, 2017).
Η συζήτηση για τη  τη σχέση της κοινωνικής αλλαγής και της δημοσιογραφίας των πολιτών ωστόσο δεν εξαντλείται αλλά χρειάζεται περαιτέρω διερεύνηση. 


Απόσπασμα από το βιβλίο μου "Δημοσιογραφία των πολιτών στην Ελλάδα και στον κόσμο" , Εκδ. Αρναούτη.

Πέμπτη 16 Ιουλίου 2020

Δαβίδ εναντίον Γολιάθ ή Πως Η Μειοψηφία Νικά Την Πλειοψηφία

gray mini figure under white sneaker

Φωτεινή Μαστρογιάννη


Η μειοψηφία μπορεί και αυτή να επηρεάσει και να φέρει κοινωνική αλλαγή, η ιστορία το έχει άλλωστε αποδείξει. Πώς μπορεί όμως η μειοψηφία να γίνει ισχυρή;  

Ο Μοσκοβισί (1967,1970), με πείραμά του, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η μειοψηφία μπορεί να επηρεάσει την πλειοψηφία και επισήμανε τέσσερις βασικούς παράγοντες που είναι το στυλ συμπεριφοράς, το στυλ σκέψης, η ευελιξία και η ταυτοποίηση.

Το στυλ συμπεριφοράς περιλαμβάνει με τη σειρά του τέσσερα στοιχεία. 
Το πρώτο από αυτά είναι η συνέπεια δηλαδή η μειοψηφία θα πρέπει να έχει συνέπεια στην άποψή της,να μην παρεκκλίνει από αυτή και είναι το στοιχείο που,κατά τον Μοσκοβισί ,είναι και το πλέον σημαντικό. Θα πρέπει να επισημανθεί ότι συνέπεια δεν σημαίνει και επανάληψη. Ο Mugny (1982) επισήμανε επίσης ότι συνέπεια δεν σημαίνει αυστηρότητα και έλλειψη ευελιξίας γιατί η ευελιξία είναι αυτή που μπορεί να πείσει και όχι η αυστηρότητα.

Η συνέπεια δείχνει ότι η μειοψηφία πιστεύει στις θέσεις της και όταν τις υποστηρίζει ακλόνητα τότε οι άλλοι θεωρούν ότι έχει δίκιο γιατί μόνο κάποιος που έχει δίκιο εμμένει στις απόψεις του. Η συνέπεια της μειοψηφίας στις θέσεις της μπορεί να προκαλέσει αναστάτωση, αμφιβολίες, αβεβαιότητα αλλά και συγκρούσεις και έτσι η πλειοψηφία αναγκάζεται να τη λάβει σοβαρά υπόψη της.

Η Nemeth (2010) ανέφερε ότι όταν οι άνθρωποι εκτίθενται στην άποψη της μειοψηφίας θεωρούν ότι η μειοψηφία κάνει λάθος ωστόσο, εάν η μειοψηφία δείχνει συνέπεια στις θέσεις της τότε οι άνθρωποι επανεξετάζουν το θέμα πιο προσεκτικά, ψάχνοντας να βρουν τον λόγο που η μειοψηφία έχει τέτοιες θέσεις και εάν έχει την αυτοπεποίθηση να συνεχίζει να υποστηρίζει τη θέση της.

Για να επανέλθουμε όμως στα άλλα στοιχεία του στυλ συμπεριφοράς του Μοσκοβισί πέραν της συνέπειας αλλά και της αυτοπεποίθησης, η μειοψηφία θα πρέπει να είναι σε θέση να αντισταθεί στην κοινωνική πίεση και να παρουσιάζεται ως αμερόληπτη.

Ο άλλος παράγοντας επιρροής είναι το στυλ σκέψης. Εάν η μειοψηφία καταφέρει να κάνει την πλειοψηφία να σκεφθεί ένα θέμα και ειδικότερα εάν μπορεί να προκαλέσει συζήτηση με επιχειρήματα για το συγκεκριμένο θέμα τότε η επιρροή της θα είναι μεγαλύτερη.

Η ευελιξία και ο συμβιβασμός είναι ο τρίτος παράγοντας. Η σημασία της ευελιξίας αναφέρθηκε προηγουμένως σε αντιδιαστολή με την αυστηρότητα. Εάν η μειοψηφία είναι ευέλικτη και συμβιβαστική τότε θα εμφανίζεται ως πιο λογική και συνεργάσιμη και ως εκ τούτου, έχει περισσότερες πιθανότητες να αλλάξει τις θέσεις της πλειοψηφίας.

Ο τέταρτος παράγοντας είναι η ταυτοποίηση. Οι άνθρωποι τείνουν να ταυτίζονται με ανθρώπους που τους μοιάζουν και να ακούν μηνύματα που προέρχονται από ομοίους τους.

Η Nemeth (1986) υποστήριξε ότι η μειοψηφία θα πρέπει να κάνει θυσίες γιατί η επιρροή της μεγαλώνει όταν δείχνει αφοσίωση στις θέσεις της, αφοσίωση που μπορεί να φτάσει  ως το σημείο της θυσίας π.χ. μέσω φυλάκισης, θανάτου κτλ.  

Η πλειοψηφία θα προσπαθήσει να αντισταθεί στην επιρροή της μειοψηφίας. Οι καινοτόμες όμως θέσεις της μειοψηφίας μπορεί να φέρουν την πλειοψηφία σε αμυντική θέση και να προσπαθήσει να απομονώσει τη μειοψηφία μέσω αυστηρής ιδεολογικής αντίθεσης και ηθελημένης στιγματοποίησης των θέσεων της μειοψηφίας ή κάποιων από τους εκφραστές της (π.χ. στη χώρα μας θεωρείται συνωμοσιολόγος όποιος είναι αντίθετος στην κρατούσα άποψη, παλαιότερα «ψεκασμένος», «αμόρφωτος» κτλ.) προκειμένου να αποδυναμωθούν οι προσπάθειες επιρροής της μειοψηφίας. Ωστόσο, εάν η μειοψηφία είναι δυναμική και  μέσω της συλλογικής δράσης αντιταχθεί τότε μπορεί να ανατρέψει την κατάσταση. Εάν η μειοψηφία δείξει ότι υπάρχουν εναλλακτικές προτάσεις τότε η σύγκρουση που προκαλείται με την πλειοψηφία μπορεί να επιτύχει κοινωνική πρόοδο αλλά και πολιτική αλλαγή. 

Το μήνυμα της μειοψηφίας θα πρέπει να είναι σαφές και να κάνει τους λήπτες του να εστιάσουν σε αυτό και όχι σε αυτόν που το λέει. Η μειοψηφία θα πρέπει να είναι συνεπής, όπως προαπαναφέρθηκε, στο μήνυμά και στις θέσεις της. Οι θέσεις της δεν θα πρέπει να βρίσκονται σε πλήρη αντίθεση με τις επικρατούσες απόψεις γιατί έτσι η πλειοψηφία θα την περιθωριοποιήσει παρουσιάζοντάς την ως ακραία. 

Αυτό είναι και το δύσκολο. Ο ρόλος της μειοψηφίας είναι να μην διαφέρει ριζικά αλλά ταυτόχρονα να είναι διαφορετική.

Φωτεινή Μαστρογιάννη
Η μειοψηφία θα πρέπει να έχει ξεκάθαρη ταυτότητα, συλλογική πολιτικοποιημένη στρατηγική και «φωνή» που να προτείνει εναλλακτικές. Εάν το μήνυμα της γίνει αποδεκτό τότε θα διαχυθεί πιο εύκολα και η μειοψηφία τότε θα γίνει η νέα πλειοψηφία και η δυναμική της κοινωνικής αλλαγής θα συνεχισθεί.







Ενδεικτικές πηγές