Το πρόβλημα της φτώχειας στην Ελλάδα είναι διαχρονικό. Η
κύρια αιτία της φτώχειας είναι η ανεργία και ιδιαίτερα η μακροχρόνια ανεργία
που στερεί από τους ανθρώπους τη δυνατότητα να έχουν πόρους που να επαρκούν για
τη διαβίωσή τους. Στην Ελλάδα το επίπεδο της φτώχειας είναι αρκετά μεγάλο σε
σχέση με το μέσο όρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Βασική αιτία της φτώχειας είναι η ανεργία και κυρίως η
μακροχρόνια ανεργία και αποτελούν τους βασικούς λόγους που τα άτομα αδυνατούν
να έχουν επαρκείς πόρους διαβίωσης. Η ανεργία στην Ελλάδα το 2007, σύμφωνα με
στοιχεία του ΟΟΣΑ, ήταν 8,3% και βαίνει διαρκώς αυξανόμενη. Ενδεικτικό είναι ότι
για την ίδια περίοδο, σύμφωνα με στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, το ποσοστό των
μακροχρόνια ανέργων ήταν 49% ενώ για το 2014 το 74,4% των ανέργων ήταν
μακροχρόνια άνεργοι.
Ένας λόγος που ανέβηκε η ανεργία, πέραν της οικονομικής
κρίσης, είναι ότι οι Ελληνικές κυβερνήσεις δεν έλαβαν έγκαιρα μέτρα για την
αναδιάρθρωση των παραγωγικών δομών της Ελλάδας κατά την είσοδό της στο πεδίο
της διεθνούς οικονομίας. Αυτοί που επλήγησαν κυρίως από την αποβιομηχάνιση και
την τεχνολογία ήταν οι εργαζόμενοι που ήταν ανειδίκευτοι και με χαμηλό
εκπαιδευτικό επίπεδο. Αυτοί εργάζονταν κυρίως σε θέσεις εντάσεως εργασίας και η
αποβιομηχάνιση έπληξε κυρίως αυτούς.
Ένας επιπλέον λόγος της ύπαρξης φτώχειας στην Ελλάδα είναι
το χαμηλό εισόδημα το οποίο δεν επαρκεί για διαβίωση. Ειδικά για το 2014 η Ελλάδα, η Ιταλία και η
Ισπανία είχαν μειωμένο εισόδημα των νοικοκυριών σε σχέση με τα άλλα κράτη που
το δεύτερο τρίμηνο του 2014 είδαν μία μικρή αύξηση του εισοδήματός τους.
Η φτώχεια όμως, όπως παρατηρούμε, δεν σχετίζεται μόνο με
την ανεργία αλλά και με τους χαμηλούς μισθούς οι οποίοι με τη σειρά τους
συνδέονται με τη μερική απασχόληση αλλά και τη χαμηλή εξειδίκευση. Οι αιτίες
αυτού του προβλήματος είναι η έλλειψη κατάλληλης οργάνωσης της αγοράς εργασίας,
στο άδικο φορολογικό σύστημα αλλά και στην παντελή απουσία κοινωνικής
πολιτικής.
Ένας τρίτος λόγος είναι η μεγάλη ανισοκατανομή του
εισοδήματος. Για τα έτη 2008 και 2012 η Ελλάδα ήταν δεύτερη σε ανισοκατανομή
εισοδήματος στα 15 κράτη-πρώτα μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Τα μεγέθη αυτά
αποδεικνύουν την ανυπαρξία κοινωνικής πολιτικής τόσο πριν αλλά και κατά τη
διάρκεια της κρίσης. Οι προβλέψεις για τα επόμενα έτη,για την κατάσταση στην
Ελλάδα, λόγω των οικονομικών μέτρων που λαμβάνονται για την αντιμετώπιση της
κρίσης προβλέπονται ακόμα πιο δυσμενείς.
Οι κοινωνικές δαπάνες υπολείπονται κι αυτές του μέσου
όρου. Για παράδειγμα το 2005, στην Ελλάδα το 24,2% του ΑΕΠ αντιστοιχούσε στις
κοινωνικές δαπάνες έναντι 27,8% που είχε η Ε.Ε. των 15. Το 2012, η κατάσταση δεν ήταν καλύτερη, πιο
συγκεκριμένα στο 25,7% του ΑΕΠ μειώθηκαν οι κοινωνικές δαπάνες στην Ελλάδα και
πιο συγκεκριμένα η υποχώρηση των κοινωνικών δαπανών στην Ελλάδα ανέρχονταν στο
-2% του ΑΕΠ και ήταν το μεγαλύτερο ποσοστό μεταξύ των χωρών του ΟΟΣΑ. Η
κατανομή των κοινωνικών δαπανών είναι ως εξής: Συντάξεις – 14,5%, επιδόματα
ανεργίας – 3%, υγεία – 6,6% και κοινωνικές υπηρεσίες – 1,3%.
Σημαντικό σε αυτό το σημείο είναι να επισημανθεί ότι
υπάρχουν πολύ χαμηλές παροχές σε πεδία όπως είναι η ενίσχυση της απασχόλησης
καθώς και δημοσίων δαπανών που να ενισχύουν την απασχόληση. Από το 2008 έως το
τέλος του 2013 οι δαπάνες κοινωνικής προστασίας στην Ελλάδα μειώθηκαν σε
ποσοστό μεγαλύτερο του 12% από το 2008 έχοντας το 35% να ζει στη φτώχεια. Πέραν των κοινωνικών δαπανών για την περίοδο
μεταξύ του 2008 έως το τέλος του 2013 οι μισθοί μειώθηκαν κατά 35% περίπου ενώ
η ανεργία ανέρχεται στο 28%.
Το είδος των κοινωνικών δαπανών είναι επίσης προβληματικό
λόγω του ανταποδοτικού χαρακτήρα των κοινωνικών παροχών και ως συνέπεια δεν
φέρνουν αποτέλεσμα στην καταπολέμηση της φτώχειας.
Τα χαμηλά εισοδήματα ενισχύονται μέσω κυρίως εισοδηματικών
προγραμμάτων τα οποία αφορούν συγκεκριμένες κατηγορίες του πληθυσμού. Θα πρέπει
επίσης εδώ να σημειωθεί ότι λόγω της τρέχουσας οικονομικής κρίσης αρκετά από
αυτά τα προγράμματα έχουν περιορισθεί. Υπάρχει το επίδομα ανεργίας του ΟΑΕΔ για
τους ανέργους, το ΕΚΑΣ για τους χαμηλοσυνταξιούχους (το οποίο όμως συζητάται να
περικοπεί), η αναπηρική σύνταξη, η σύνταξη ανασφαλίστων, το επίδομα πολυτέκνων,
το οικογενειακό επίδομα, 20 επιδόματα για
10 κατηγορίες ατόμων με ειδικές ανάγκες και υπήρχαν και τα επιδόματα στέγασης
μέσω ΟΕΚ αλλά και επιδόματα στέγασης για ηλικιωμένους που ήταν ανασφάλιστοι.
Πλην των επιδομάτων στέγασης, όλα τα υπόλοιπα δεν ήταν σε θέση να καταφέρουν να
βελτιώσουν την οικονομική κατάσταση των δικαιούχων και η λειτουργία τους είναι
αποσπασματική και δεν εντάσσεται σε ένα ευρύτερο στρατηγικό πλαίσιο
καταπολέμησης της φτώχειας και έτσι εξαφανίζεται η συνεισφορά τους.
Επιπρόσθετα, τα επιδόματα αυτά δεν καλύπτουν και άλλες κατηγορίες
του πληθυσμού όπως είναι οι μακροχρόνια άνεργοι που παύουν να δικαιούνται
κάποιο επίδομα, οι μη πολύτεκνες οικογένειες, οι εργαζόμενοι που προσφέρουν
«μαύρη» εργασία αλλά και άνθρωποι που ενώ δεν μπορούν να εργαστούν δεν ανήκουν
σε κάποια συγκεκριμένη κατηγορία ΑΜΕΑ.
Οι κοινωνικές πολιτικές στην Ελλάδα είναι ανεπαρκείς και
αναποτελεσματικές και για τον λόγο ότι η δημόσια εκπαίδευση αλλά και η
συνεχιζόμενη επαγγελματική κατάρτιση παρουσιάζουν σοβαρές υστερήσεις.
Ενώ ο χαρακτήρας της εκπαίδευσης στην Ελλάδα είναι
δημόσιος πράγμα που σημαίνει ότι θεωρητικά όλοι έχουν ίσες ευκαιρίες πρόσβασης.
Παρόλα αυτά, ειδικότερα στην τριτοβάθμια εκπαίδευση οι ανισότητες είναι
σημαντικές. Επιπρόσθετα, όπως
προαναφέρθηκε, οι πολιτικές απασχόλησης που είναι ενεργητικές εάν και είναι
άκρως σημαντικές για την απασχόληση περισσοτέρων ανθρώπων, εδώ και αρκετό καιρό
στην Ελλάδα υποχρηματοδοτούνται.
Εκτός αυτού, υπάρχουν σημαντικά προβλήματα τόσο στην
πρόσβαση όσο και στην ποιότητα των υπηρεσιών υγείας και μακροχρόνιας φροντίδας
γεγονός που ενισχύει τις εισοδηματικές ανισότητες. Επί παραδείγματι υπάρχουν
σημαντικά προβλήματα τόσο φυσικής όσο και οικονομικής πρόσβασης, οι υπηρεσίες
υγείας σημειώνουν υστερήσεις στο θέμα της ποιότητας αλλά και της
ασφάλειας. Επίσης, δεν έχουν εφαρμοσθεί
μέτρα προκειμένου να αντιμετωπισθούν οι διάφορες ελλείψεις που παρουσιάζονται
σε δομές παροχής μακροχρόνιας φροντίδας που είναι εξειδικευμένες.
Πέραν των άλλων υπάρχουν και οικονομικοί παράγοντες που
συντελούν στην ενίσχυση των ανισοτήτων και στην αύξηση του κινδύνου της
φτώχειας. Στην Ελλάδα, όπως προείπαμε, η έλλειψη κοινωνικών δομών συντελεί τα
μάλα στην επιδείνωση της κατάστασης. Τα
συστήματα κοινωνικών δομών κατευθύνονται περισσότερο στην αντιμετώπιση συμπτωμάτων
παρά σε μία ολιστική λύση στο πρόβλημα. Μερικοί από τους οικονομικούς
παράγοντες που συντελούν στην επιδείνωση της κατάστασης είναι οι ακόλουθοι:
·
Ο πληθωρισμός δηλαδή με άλλα λόγια η συνεχής
αύξηση του επιπέδου τιμών. Ο πληθωρισμός αυξάνει τις τιμές και το εισόδημα δεν
επαρκεί. Ο πληθωρισμός βλάπτει κυρίως τα χαμηλά κοινωνικά στρώματα λόγω του ότι
η ζήτησή τους για αγαθά πρώτης ανάγκης είναι ανελαστική. Κατά συνέπεια η
κοινωνική συνοχή πλήττεται. Βέβαια, στις μέρες μας, λόγω της οικονομικής κρίσης
ζούμε το φαινόμενο του αποπληθωρισμού. Στην Ελλάδα το Δεκέμβριο του 2014 ο
αποπληθωρισμός έφτασε το – 2,5%. Ο αποπληθωρισμός ρίχνει το μέσο όρο των τιμών
των αγαθών αλλά αυτό δεν είναι θετικό γιατί ο κόσμος δεν έχει αγοραστική δύναμη
γιατί αφενός έχει μειωμένο εισόδημα
αφετέρου γιατί περιμένει να πέσουν και άλλο οι τιμές. Συνεπώς, δεν γίνονται
επενδύσεις, μειώνονται οι πωλήσεις και αυτές που γίνονται είναι σε πιο χαμηλές
τιμές άρα μειώνονται οι θέσεις εργασίας κοκ.
·
Το φορολογικό σύστημα στην Ελλάδα χαρακτηρίζεται
από υψηλή έμμεση φορολογία και ταυτόχρονα η συνολική φορολογική επιβάρυνση
είναι χαμηλή. Η χαμηλή έμμεση φορολογία επιβαρύνει κυρίως τα χαμηλά κοινωνικά
στρώματα. Ενδεικτικά, κατά τη χρονική περίοδο 1995-2004 η φορολογική επιβάρυνση
στην Ελλάδα ως ποσοστό του ΑΕΠ, μαζί με τις κοινωνικές εισφορές, ήταν 35,7% ενώ
στην ΕΕ των 15 ήταν 40,2%. Η έμμεση φορολογία στην Ελλάδα κατά τη χρονική
περίοδο 1995-2004, η έμμεση φορολογία μαζί με τις κοινωνικές εισφορές ανέρχεται
στο 41,9%. Για το 2011, η έμμεση φορολογία στην Ελλάδα ανέρχεται στο 40,1%
έναντι του 33% στην Ευρωζώνη .Την ίδια χρονική περίοδο, σύμφωνα με στοιχεία, οι
έμμεσοι φόροι συμβάλλουν κατά πολύ στα φορολογικά έσοδα ενώ μειώνεται
αντίστοιχα η συμβολή των άμεσων φόρων. Το ίδιο ισχύει και εν μέσω κρίσης όπου
το μερίδιο της άμεσης φορολογίας στο σύνολο των φόρων στην Ελλάδα ήταν
27,1% το οποίο είναι κάτω του μέσου όρου
της ευρωζώνης που ήταν 30,9%. Οπως προείπαμε, τα χαμηλά κοινωνικά στρώματα
επιβαρύνονται περισσότερο διότι απαλλάσσονται φορολογικά στους άμεσους φόρους
αλλά όχι στους έμμεσους. Πρωταθλητές συνεισφοράς στους φόρους είναι οι μισθωτοί
και οι συνταξιούχοι. Πιο συγκεκριμένα, το 2006 οι μισθωτοί και οι συνταξιούχοι
κατέβαλαν το 48,26% των συνολικών φόρων, το 2007 το 50,09%, το 2009 το 52,59%
ενώ το 2011 το 55,09%, αποτελώντας την πιο εύκολη πηγή άντλησης φόρων,
ενδυναμώνοντας έτσι τις κοινωνικές ανισότητες.
·
Η φοροδιαφυγή
και φοροαποφυγή καθώς και η εισφοροδιαφυγή. Εξυπακούεται ότι η
φοροδιαφυγή είναι εις βάρος των μισθωτών και γενικότερα όσων στρωμάτων δεν
φοροδιαφεύγουν. Δημιουργεί επίσης άνισο ανταγωνισμό στην οικονομία. Με τη
φοροδιαφυγή υπονομεύεται η κοινωνική συνοχή. Η παραοικονομία στην Ελλάδα
κατείχε το υψηλότερο ποσοστό στην Ευρωπαϊκή Ένωση για την περίοδο 1999-2007
ήτοι 27,5% του ΑΕΠ. Σύμφωνα με έκθεση του ΔΝΤ το 2006 διέφευγε το 30% του ΦΠΑ
στην Ελλάδα έναντι 12% στην ΕΕ. Σύμφωνα
με τον ΟΟΣΑ «Εάν η Ελλάδα ήταν σε θέση να συλλέξει ΦΠΑ, εισφορές κοινωνικής
ασφάλισης και φόρο εισοδήματος με τη μέση αποδοτικότητα των χωρών του ΟΟΣΑ, τα
φορολογικά έσοδα θα αυξάνονταν κατά σχεδόν 5% του ΑΕΠ». Το γεγονός αυτό
ενισχύεται και με τα στοιχεία του 2013 όταν το δημόσιο εισέπραξε μόνο το 36,7%
του ΦΠΑ σε σχέση με το 50,8% του 2002 δηλαδή με άλλα λόγια η φοροδιαφυγή
αυξήθηκε εν μέσω κρίσης.
Όπως
προαναφέρθηκε η φοροδιαφυγή εντείνει τις κοινωνικές ανισότητες. Σύμφωνα με το Στατιστικό
δελτίο φορολογικών δεδομένων του Υπουργείου Οικονομικών για τον φόρο εισοδή-
ματος φυσικών και νομικών προσώπων (του οικονομικού έτους 2010), οι μισθωτοί
και συνταξιούχοι δήλωσαν το 70,2% του συνο λικού εισοδήματος και κατέβαλαν το
55,5% του συνολικού φόρου εισοδήματος. Αντίθετα, όλοι μαζί οι υπόλοιποι
φορολογούμενοι (ελεύθεροι επαγγελματίες, έμποροι, αγρότες, εισοδηματίες κτλ.)
δήλωσαν το 16,8% του εισοδήματος και πλήρωσαν το 15,8% του φόρου. Το υπόλοιπο
13% του συνολικού εισοδήματος και 28,7% του συνολικού φόρου αντιστοιχούσε σε νομικά
πρόσωπα.
Πέραν όμως των οικονομικών παραγόντων υπάρχουν και αρκετοί
κοινωνικοί παράγοντες που συντελούν στην αύξηση της φτώχειας. Ένας από αυτούς
είναι το μέγεθος νοικοκυριού. Μεγαλύτερο κίνδυνο διατρέχουν τα πολυμελή
νοικοκυριά, δηλαδή όσα διαθέτουν περισσότερα των πέντε μελών αλλά και τα
μονομελή νοικοκυριά. Στα πολυμελή νοικοκυριά ο κίνδυνος αυξάνει λόγω του
αριθμού των μελών που είναι εξαρτώμενα σε σχέση με το συνολικό εισόδημα του
νοικοκυριού ενώ στα μονομελή ο κίνδυνος εξαρτάται από το γεγονός ότι το μέλος
μπορεί να έχει χαμηλό εισόδημα.
Εάν θέλουμε λοιπόν να συζητήσουμε για οικονομική ανάπτυξη
που να μην αφορά μόνο την ευημερία των αριθμών αλλά την ευημερία των Ελλήνων θα
πρέπει να διενεργηθεί μία ευρύτερη στρατηγική καταπολέμησης της φτώχειας και
της ανεργίας που να επιλύει τους βασικότερους παράγοντες δημιουργίας της
φτώχειας όπως αυτοί που αναλύθηκαν στο άρθρο μας.
Καθηγήτρια ΜΒΑ- Οικονομολόγος
http://en-athinais.webnode.gr/