Οικονομικό Σπουδαστήρι

Οικονομικό Σπουδαστήρι
Γι'Αυτούς που Θέλουν Εξειδίκευση

Σάββατο 31 Οκτωβρίου 2015

Η φτώχεια στην Ελλάδα – διαχρονική εξέλιξη

  
Το πρόβλημα της φτώχειας στην Ελλάδα είναι διαχρονικό. Η κύρια αιτία της φτώχειας είναι η ανεργία και ιδιαίτερα η μακροχρόνια ανεργία που στερεί από τους ανθρώπους τη δυνατότητα να έχουν πόρους που να επαρκούν για τη διαβίωσή τους. Στην Ελλάδα το επίπεδο της φτώχειας είναι αρκετά μεγάλο σε σχέση με το μέσο όρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
  
Βασική αιτία της φτώχειας είναι η ανεργία και κυρίως η μακροχρόνια ανεργία και αποτελούν τους βασικούς λόγους που τα άτομα αδυνατούν να έχουν επαρκείς πόρους διαβίωσης. Η ανεργία στην Ελλάδα το 2007, σύμφωνα με στοιχεία του ΟΟΣΑ, ήταν 8,3% και βαίνει διαρκώς αυξανόμενη. Ενδεικτικό είναι ότι για την ίδια περίοδο, σύμφωνα με στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, το ποσοστό των μακροχρόνια ανέργων ήταν 49% ενώ για το 2014 το 74,4% των ανέργων ήταν μακροχρόνια άνεργοι.
Ένας λόγος που ανέβηκε η ανεργία, πέραν της οικονομικής κρίσης, είναι ότι οι Ελληνικές κυβερνήσεις δεν έλαβαν έγκαιρα μέτρα για την αναδιάρθρωση των παραγωγικών δομών της Ελλάδας κατά την είσοδό της στο πεδίο της διεθνούς οικονομίας. Αυτοί που επλήγησαν κυρίως από την αποβιομηχάνιση και την τεχνολογία ήταν οι εργαζόμενοι που ήταν ανειδίκευτοι και με χαμηλό εκπαιδευτικό επίπεδο. Αυτοί εργάζονταν κυρίως σε θέσεις εντάσεως εργασίας και η αποβιομηχάνιση έπληξε κυρίως αυτούς.
Ένας επιπλέον λόγος της ύπαρξης φτώχειας στην Ελλάδα είναι το χαμηλό εισόδημα το οποίο δεν επαρκεί για διαβίωση.  Ειδικά για το 2014 η Ελλάδα, η Ιταλία και η Ισπανία είχαν μειωμένο εισόδημα των νοικοκυριών σε σχέση με τα άλλα κράτη που το δεύτερο τρίμηνο του 2014 είδαν μία μικρή αύξηση του εισοδήματός τους.
Η φτώχεια όμως, όπως παρατηρούμε, δεν σχετίζεται μόνο με την ανεργία αλλά και με τους χαμηλούς μισθούς οι οποίοι με τη σειρά τους συνδέονται με τη μερική απασχόληση αλλά και τη χαμηλή εξειδίκευση. Οι αιτίες αυτού του προβλήματος είναι η έλλειψη κατάλληλης οργάνωσης της αγοράς εργασίας, στο άδικο φορολογικό σύστημα αλλά και στην παντελή απουσία κοινωνικής πολιτικής.
Ένας τρίτος λόγος είναι η μεγάλη ανισοκατανομή του εισοδήματος. Για τα έτη 2008 και 2012 η Ελλάδα ήταν δεύτερη σε ανισοκατανομή εισοδήματος στα 15 κράτη-πρώτα μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Τα μεγέθη αυτά αποδεικνύουν την ανυπαρξία κοινωνικής πολιτικής τόσο πριν αλλά και κατά τη διάρκεια της κρίσης. Οι προβλέψεις για τα επόμενα έτη,για την κατάσταση στην Ελλάδα, λόγω των οικονομικών μέτρων που λαμβάνονται για την αντιμετώπιση της κρίσης προβλέπονται ακόμα πιο δυσμενείς.
Οι κοινωνικές δαπάνες υπολείπονται κι αυτές του μέσου όρου. Για παράδειγμα το 2005, στην Ελλάδα το 24,2% του ΑΕΠ αντιστοιχούσε στις κοινωνικές δαπάνες έναντι 27,8% που είχε η Ε.Ε. των 15.  Το 2012, η κατάσταση δεν ήταν καλύτερη, πιο συγκεκριμένα στο 25,7% του ΑΕΠ μειώθηκαν οι κοινωνικές δαπάνες στην Ελλάδα και πιο συγκεκριμένα η υποχώρηση των κοινωνικών δαπανών στην Ελλάδα ανέρχονταν στο -2% του ΑΕΠ και ήταν το μεγαλύτερο ποσοστό μεταξύ των χωρών του ΟΟΣΑ. Η κατανομή των κοινωνικών δαπανών είναι ως εξής: Συντάξεις – 14,5%, επιδόματα ανεργίας – 3%, υγεία – 6,6% και κοινωνικές υπηρεσίες – 1,3%.
Σημαντικό σε αυτό το σημείο είναι να επισημανθεί ότι υπάρχουν πολύ χαμηλές παροχές σε πεδία όπως είναι η ενίσχυση της απασχόλησης καθώς και δημοσίων δαπανών που να ενισχύουν την απασχόληση. Από το 2008 έως το τέλος του 2013 οι δαπάνες κοινωνικής προστασίας στην Ελλάδα μειώθηκαν σε ποσοστό μεγαλύτερο του 12% από το 2008 έχοντας το 35% να ζει στη φτώχεια.  Πέραν των κοινωνικών δαπανών για την περίοδο μεταξύ του 2008 έως το τέλος του 2013 οι μισθοί μειώθηκαν κατά 35% περίπου ενώ η ανεργία ανέρχεται στο 28%.
Το είδος των κοινωνικών δαπανών είναι επίσης προβληματικό λόγω του ανταποδοτικού χαρακτήρα των κοινωνικών παροχών και ως συνέπεια δεν φέρνουν αποτέλεσμα στην καταπολέμηση της φτώχειας.
Τα χαμηλά εισοδήματα ενισχύονται μέσω κυρίως εισοδηματικών προγραμμάτων τα οποία αφορούν συγκεκριμένες κατηγορίες του πληθυσμού. Θα πρέπει επίσης εδώ να σημειωθεί ότι λόγω της τρέχουσας οικονομικής κρίσης αρκετά από αυτά τα προγράμματα έχουν περιορισθεί. Υπάρχει το επίδομα ανεργίας του ΟΑΕΔ για τους ανέργους, το ΕΚΑΣ για τους χαμηλοσυνταξιούχους (το οποίο όμως συζητάται να περικοπεί), η αναπηρική σύνταξη, η σύνταξη ανασφαλίστων, το επίδομα πολυτέκνων, το οικογενειακό επίδομα,  20 επιδόματα για 10 κατηγορίες ατόμων με ειδικές ανάγκες και υπήρχαν και τα επιδόματα στέγασης μέσω ΟΕΚ αλλά και επιδόματα στέγασης για ηλικιωμένους που ήταν ανασφάλιστοι. Πλην των επιδομάτων στέγασης, όλα τα υπόλοιπα δεν ήταν σε θέση να καταφέρουν να βελτιώσουν την οικονομική κατάσταση των δικαιούχων και η λειτουργία τους είναι αποσπασματική και δεν εντάσσεται σε ένα ευρύτερο στρατηγικό πλαίσιο καταπολέμησης της φτώχειας και έτσι εξαφανίζεται η συνεισφορά τους.
Επιπρόσθετα, τα επιδόματα αυτά δεν καλύπτουν και άλλες κατηγορίες του πληθυσμού όπως είναι οι μακροχρόνια άνεργοι που παύουν να δικαιούνται κάποιο επίδομα, οι μη πολύτεκνες οικογένειες, οι εργαζόμενοι που προσφέρουν «μαύρη» εργασία αλλά και άνθρωποι που ενώ δεν μπορούν να εργαστούν δεν ανήκουν σε κάποια συγκεκριμένη κατηγορία ΑΜΕΑ.
Οι κοινωνικές πολιτικές στην Ελλάδα είναι ανεπαρκείς και αναποτελεσματικές και για τον λόγο ότι η δημόσια εκπαίδευση αλλά και η συνεχιζόμενη επαγγελματική κατάρτιση παρουσιάζουν σοβαρές υστερήσεις.
 Ως γνωστόν, το εκπαιδευτικό σύστημα βοηθά στην αναδιανομή του εισοδήματος σε μία χώρα και έτσι να βελτιωθεί η κατάσταση των ασθενέστερων τάξεων. Στην Ελλάδα οι ανισότητες στην εκπαίδευση όχι απλώς διατηρούνται αλλά διευρύνονται. Οι ανισότητες αυτές δεν περιορίζονται μόνο μεταξύ των διαφόρων κοινωνικών ομάδων αλλά και στις διάφορες περιφέρειες οι οποίες μπορεί να περιλαμβάνουν ανισότητες εντός του ίδιου νομού.

Ενώ ο χαρακτήρας της εκπαίδευσης στην Ελλάδα είναι δημόσιος πράγμα που σημαίνει ότι θεωρητικά όλοι έχουν ίσες ευκαιρίες πρόσβασης. Παρόλα αυτά, ειδικότερα στην τριτοβάθμια εκπαίδευση οι ανισότητες είναι σημαντικές.  Επιπρόσθετα, όπως προαναφέρθηκε, οι πολιτικές απασχόλησης που είναι ενεργητικές εάν και είναι άκρως σημαντικές για την απασχόληση περισσοτέρων ανθρώπων, εδώ και αρκετό καιρό στην Ελλάδα υποχρηματοδοτούνται.
Εκτός αυτού, υπάρχουν σημαντικά προβλήματα τόσο στην πρόσβαση όσο και στην ποιότητα των υπηρεσιών υγείας και μακροχρόνιας φροντίδας γεγονός που ενισχύει τις εισοδηματικές ανισότητες. Επί παραδείγματι υπάρχουν σημαντικά προβλήματα τόσο φυσικής όσο και οικονομικής πρόσβασης, οι υπηρεσίες υγείας σημειώνουν υστερήσεις στο θέμα της ποιότητας αλλά και της ασφάλειας.  Επίσης, δεν έχουν εφαρμοσθεί μέτρα προκειμένου να αντιμετωπισθούν οι διάφορες ελλείψεις που παρουσιάζονται σε δομές παροχής μακροχρόνιας φροντίδας που είναι εξειδικευμένες.
Πέραν των άλλων υπάρχουν και οικονομικοί παράγοντες που συντελούν στην ενίσχυση των ανισοτήτων και στην αύξηση του κινδύνου της φτώχειας. Στην Ελλάδα, όπως προείπαμε, η έλλειψη κοινωνικών δομών συντελεί τα μάλα στην επιδείνωση της κατάστασης.  Τα συστήματα κοινωνικών δομών κατευθύνονται περισσότερο στην αντιμετώπιση συμπτωμάτων παρά σε μία ολιστική λύση στο πρόβλημα. Μερικοί από τους οικονομικούς παράγοντες που συντελούν στην επιδείνωση της κατάστασης είναι οι ακόλουθοι:

·         Ο πληθωρισμός δηλαδή με άλλα λόγια η συνεχής αύξηση του επιπέδου τιμών. Ο πληθωρισμός αυξάνει τις τιμές και το εισόδημα δεν επαρκεί. Ο πληθωρισμός βλάπτει κυρίως τα χαμηλά κοινωνικά στρώματα λόγω του ότι η ζήτησή τους για αγαθά πρώτης ανάγκης είναι ανελαστική. Κατά συνέπεια η κοινωνική συνοχή πλήττεται. Βέβαια, στις μέρες μας, λόγω της οικονομικής κρίσης ζούμε το φαινόμενο του αποπληθωρισμού. Στην Ελλάδα το Δεκέμβριο του 2014 ο αποπληθωρισμός έφτασε το – 2,5%. Ο αποπληθωρισμός ρίχνει το μέσο όρο των τιμών των αγαθών αλλά αυτό δεν είναι θετικό γιατί ο κόσμος δεν έχει αγοραστική δύναμη  γιατί αφενός έχει μειωμένο εισόδημα αφετέρου γιατί περιμένει να πέσουν και άλλο οι τιμές. Συνεπώς, δεν γίνονται επενδύσεις, μειώνονται οι πωλήσεις και αυτές που γίνονται είναι σε πιο χαμηλές τιμές άρα μειώνονται οι θέσεις εργασίας κοκ.

·         Το φορολογικό σύστημα στην Ελλάδα χαρακτηρίζεται από υψηλή έμμεση φορολογία και ταυτόχρονα η συνολική φορολογική επιβάρυνση είναι χαμηλή. Η χαμηλή έμμεση φορολογία επιβαρύνει κυρίως τα χαμηλά κοινωνικά στρώματα. Ενδεικτικά, κατά τη χρονική περίοδο 1995-2004 η φορολογική επιβάρυνση στην Ελλάδα ως ποσοστό του ΑΕΠ, μαζί με τις κοινωνικές εισφορές, ήταν 35,7% ενώ στην ΕΕ των 15 ήταν 40,2%. Η έμμεση φορολογία στην Ελλάδα κατά τη χρονική περίοδο 1995-2004, η έμμεση φορολογία μαζί με τις κοινωνικές εισφορές ανέρχεται στο 41,9%. Για το 2011, η έμμεση φορολογία στην Ελλάδα ανέρχεται στο 40,1% έναντι του 33% στην Ευρωζώνη .Την ίδια χρονική περίοδο, σύμφωνα με στοιχεία, οι έμμεσοι φόροι συμβάλλουν κατά πολύ στα φορολογικά έσοδα ενώ μειώνεται αντίστοιχα η συμβολή των άμεσων φόρων. Το ίδιο ισχύει και εν μέσω κρίσης όπου το μερίδιο της άμεσης φορολογίας στο σύνολο των φόρων στην Ελλάδα ήταν 27,1%  το οποίο είναι κάτω του μέσου όρου της ευρωζώνης που ήταν 30,9%. Οπως προείπαμε, τα χαμηλά κοινωνικά στρώματα επιβαρύνονται περισσότερο διότι απαλλάσσονται φορολογικά στους άμεσους φόρους αλλά όχι στους έμμεσους. Πρωταθλητές συνεισφοράς στους φόρους είναι οι μισθωτοί και οι συνταξιούχοι. Πιο συγκεκριμένα, το 2006 οι μισθωτοί και οι συνταξιούχοι κατέβαλαν το 48,26% των συνολικών φόρων, το 2007 το 50,09%, το 2009 το 52,59% ενώ το 2011 το 55,09%, αποτελώντας την πιο εύκολη πηγή άντλησης φόρων, ενδυναμώνοντας έτσι τις κοινωνικές ανισότητες.

·         Η φοροδιαφυγή  και φοροαποφυγή καθώς και η εισφοροδιαφυγή. Εξυπακούεται ότι η φοροδιαφυγή είναι εις βάρος των μισθωτών και γενικότερα όσων στρωμάτων δεν φοροδιαφεύγουν. Δημιουργεί επίσης άνισο ανταγωνισμό στην οικονομία. Με τη φοροδιαφυγή υπονομεύεται η κοινωνική συνοχή. Η παραοικονομία στην Ελλάδα κατείχε το υψηλότερο ποσοστό στην Ευρωπαϊκή Ένωση για την περίοδο 1999-2007 ήτοι 27,5% του ΑΕΠ. Σύμφωνα με έκθεση του ΔΝΤ το 2006 διέφευγε το 30% του ΦΠΑ στην Ελλάδα έναντι 12% στην ΕΕ.  Σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ «Εάν η Ελλάδα ήταν σε θέση να συλλέξει ΦΠΑ, εισφορές κοινωνικής ασφάλισης και φόρο εισοδήματος με τη μέση αποδοτικότητα των χωρών του ΟΟΣΑ, τα φορολογικά έσοδα θα αυξάνονταν κατά σχεδόν 5% του ΑΕΠ». Το γεγονός αυτό ενισχύεται και με τα στοιχεία του 2013 όταν το δημόσιο εισέπραξε μόνο το 36,7% του ΦΠΑ σε σχέση με το 50,8% του 2002 δηλαδή με άλλα λόγια η φοροδιαφυγή αυξήθηκε εν μέσω κρίσης.
Όπως προαναφέρθηκε η φοροδιαφυγή εντείνει τις κοινωνικές ανισότητες. Σύμφωνα με το Στατιστικό δελτίο φορολογικών δεδομένων του Υπουργείου Οικονομικών για τον φόρο εισοδή- ματος φυσικών και νομικών προσώπων (του οικονομικού έτους 2010), οι μισθωτοί και συνταξιούχοι δήλωσαν το 70,2% του συνο λικού εισοδήματος και κατέβαλαν το 55,5% του συνολικού φόρου εισοδήματος. Αντίθετα, όλοι μαζί οι υπόλοιποι φορολογούμενοι (ελεύθεροι επαγγελματίες, έμποροι, αγρότες, εισοδηματίες κτλ.) δήλωσαν το 16,8% του εισοδήματος και πλήρωσαν το 15,8% του φόρου. Το υπόλοιπο 13% του συνολικού εισοδήματος και 28,7% του συνολικού φόρου αντιστοιχούσε σε νομικά πρόσωπα.


Πέραν όμως των οικονομικών παραγόντων υπάρχουν και αρκετοί κοινωνικοί παράγοντες που συντελούν στην αύξηση της φτώχειας. Ένας από αυτούς είναι το μέγεθος νοικοκυριού. Μεγαλύτερο κίνδυνο διατρέχουν τα πολυμελή νοικοκυριά, δηλαδή όσα διαθέτουν περισσότερα των πέντε μελών αλλά και τα μονομελή νοικοκυριά. Στα πολυμελή νοικοκυριά ο κίνδυνος αυξάνει λόγω του αριθμού των μελών που είναι εξαρτώμενα σε σχέση με το συνολικό εισόδημα του νοικοκυριού ενώ στα μονομελή ο κίνδυνος εξαρτάται από το γεγονός ότι το μέλος μπορεί να έχει χαμηλό εισόδημα.
Εάν θέλουμε λοιπόν να συζητήσουμε για οικονομική ανάπτυξη που να μην αφορά μόνο την ευημερία των αριθμών αλλά την ευημερία των Ελλήνων θα πρέπει να διενεργηθεί μία ευρύτερη στρατηγική καταπολέμησης της φτώχειας και της ανεργίας που να επιλύει τους βασικότερους παράγοντες δημιουργίας της φτώχειας όπως αυτοί που αναλύθηκαν στο άρθρο μας.

 Φωτεινή Μαστρογιάννη
Καθηγήτρια ΜΒΑ- Οικονομολόγος
http://en-athinais.webnode.gr/



Σάββατο 24 Οκτωβρίου 2015

Ελληνικό Χρέος και Διεθνή Λογιστικά Πρότυπα Δημοσίου Τομέα - Πώς οι σύγχρονες λογιστικές πρακτικές μπορούν να μειώσουν το χρέος της Ελλάδας

        

Δυστυχώς σε τοπικό επίπεδο, η συζήτηση για το Ελληνικό χρέος περιορίζεται αποκλειστικά στη μακροοικονομική διάσταση και οι αναφορές για τη λογιστική παρακολούθησή του είναι σχεδόν ανύπαρκτες ενώ σε παγκόσμιο επίπεδο έχουν γίνει αντίστοιχες συζητήσεις οι οποίες όμως δεν φαίνεται να προβληματίζουν το Ελληνικό οικονομικό επιτελείο.
Η Ελληνική κυβέρνηση είχε εξαγγείλει (2/6/2015) την υιοθέτηση των Διεθνών Λογιστικών Προτύπων για το Δημόσιο Τομέα (IPSAS) η οποία όμως δεν έχει προχωρήσει μέχρι στιγμής όπως άλλωστε δεν έχει προχωρήσει καμία ουσιαστική αλλαγή στην αναδιοργάνωση, προς το καλύτερο, του δημοσίου τομέα.
Η όλη συζήτηση για το ελληνικό χρέος έχει επικεντρωθεί στο εάν είναι βιώσιμο ή όχι καθώς και για μέτρα ελάφρυνσής του μέσω π.χ. μείωσης των επιτοκίων κτλ.
Στον χώρο της διεθνούς λογιστικής το θέμα το οποίο συζητάται ευρύτερα είναι ο βαθμός στον οποίο οι κυβερνήσεις ακολουθούν ορθές πρακτικές για την παρακολούθηση των υποχρεώσεών τους και το ότι θα πρέπει να υιοθετήσουν λογιστικές παρακολούθησης που να προσομοιάζουν με αυτές του ιδιωτικού τομέα.
Όσον  αφορά τα χρέη των κρατών αυτά υπολογίζονται στην ονομαστική τους αξία ανεξάρτητα από την αξία που θα έχουν στο μέλλον και χωρίς να συνυπολογισθεί το επιτόκιο. Αυτά συμβαίνουν λόγω της συνθήκης του Μάαστριχτ που δίνει τον αντίστοιχο ορισμό για το χρέος δηλαδή ο υπολογισμός των χρεών στην ονομαστική τους αξία.
Η χρήση των Διεθνών Λογιστικών Προτύπων για το Δημόσιο Τομέα που είναι αντίστοιχα με τα Διεθνή Λογιστικά Πρότυπα που χρησιμοποιούνται στον ιδιωτικό τομέα. Σύμφωνα με τα Πρότυπα αυτά, ο υπολογισμός του χρέους δεν θα γίνεται με βάση την ονομαστική αξία των υποχρεώσεων αλλά θα προεξοφλείται διαχρονικά με τη χρήση επιτοκίων της αγοράς.
Συνεπώς το χρέος της Ελλάδας που ανέρχεται στο 178,6% του ΑΕΠ θεωρείται από όλο και περισσότερους ειδικούς ότι ως νούμερο δεν είναι σωστό γιατί βασίζεται στην ονομαστική αξία του χρέους.  Σύμφωνα με το Institute of International Finance (IIF, 2015): “η μέτρηση της βιωσιμότητας του χρέους ως ποσοστό του ονομαστικού χρέους ως προς το ΑΕΠ είναι ιδιαίτερα απλοϊκή για να χρησιμεύσει ως εργαλείο των πολιτικών προσαρμογής. Η σύνθεση και η δομή του χρέους ποικίλλει ανάλογα με: την ωριμότητα (μακροπρόθεσμη ή βραχυπρόθεσμη/μεσοπρόθεσμη), το κόστος των επιτοκίων καθώς και την ύπαρξη περιόδων χάριτος». Αλλά ούτε όμως και το ΔΝΤ χρησιμοποιεί την ονομαστική αξία του χρέους όταν υπολογίζει τη βιωσιμότητά του.
Μελέτες όπως αυτή των Japonica Partners για την Ελλάδα (τέλη του έτους 2013) υπολογίζουν το χρέος της Ελλάδας για την ίδια περίοδο να ανέρχεται στο 68% και το καθαρό χρέος μόνο στο 18%.
Κάτι τέτοιο υπολογίζεται με τη χρήση των Διεθνών Λογιστικών Προτύπων του Δημοσίου Τομέα τα οποία χρησιμοποιούνται σε πολλές αναπτυγμένες χώρες με βάση την αρχή των δεδουλευμένων, σύμφωνα με την οποία η επίπτωση των συναλλαγών στις χρηματοοικονομικές καταστάσεις αναγνωρίζονται όταν συμβαίνουν και όχι όταν εισπράττονται ή καταβάλλονται μετρητά.
Σύμφωνα με τον Πωλ Καζαριάν (2014) ο τρόπος που τηρείται το δημόσιο λογιστικό στην Ελλάδα δεν δείχνει την εύλογη αξία η οποία να βασίζεται στην παρούσα αξία της προεξόφλησης των μελλοντικών ταμειακών ροών. Για τους μη γνώστες, η εύλογη αξία είναι «το ποσό με το οποίο ένα στοιχείο του Ενεργητικού ή θα μπορούσε να ανταλλαχθεί ή ένα στοιχείο των Υποχρεώσεων να διακανονισθεί μεταξύ των μερών που ενεργούν ενσυνείδητα και με τη θέλησή τους στα πλαίσια μιας συναλλαγής που γίνεται με τους συνήθεις όρους της αγοράς» (Πρωτοψάλτης & Βουστούρης, 2002). Ο Καζαριάν (2014) συνεχίζει λέγοντας ότι το Ελληνικό χρέος έχει λογιστικοποιηθεί στο ποσό που οφείλεται κατά τη λήξη δηλαδή θεωρώντας ότι π.χ. ένα Ευρώ στο μέλλον θα κοστίζει όσο ένα Ευρώ με σημερινές τιμές ενώ ως γνωστόν, λόγω του πληθωρισμού, άλλη αξία έχει ένα Ευρώ σήμερα και άλλη στο μέλλον που θα έχει διαβρωθεί από τον πληθωρισμό.
Θεωρεί ότι είναι λάθος η λογιστική αξία του χρέους να είναι πάντα ίση με το οφειλόμενο ποσό στη λήξη. Στο σημείο αυτό να εξηγήσουμε ότι σύμφωνα με το ΔΛΠ 16 «Λογιστική αξία είναι το ποσό στο οποίο ένα περιουσιακό στοιχείο αναγνωρίζεται, μετά την αφαίρεση οποιωνδήποτε σωρευμένων αποσβέσεών και σωρευμένων ζημιών απομείωσης».Η λογιστική αξία πρέπει να είναι ίση με την εύλογη η οποία, όπως προαναφέρθηκε, είναι η τρέχουσα αξία της προεξόφλησης των μελλοντικών ταμειακών ροών χρησιμοποιώντας ως προεξοφλητικό επιτόκιο το επιτόκιο της αγοράς που αντιστοιχεί για παρόμοιο κίνδυνο.



Η χρήση των Διεθνών Λογιστικών Προτύπων Δημοσίου Τομέα θα βοηθήσει τόσο την Ελλάδα όσο και τους Δανειστές να υπολογίζουν σε πραγματικά μεγέθη και όχι να επιβαρύνουν τους λαούς όπως γίνεται μέχρι σήμερα. Θα δοθεί προσοχή και στο πραγματικό πρόβλημα της Ελλάδας που δεν είναι η φερεγγυότητα, παρά την ξένη προπαγάνδα εναντίον της Ελλάδας, αλλά είναι το πρόβλημα ρευστότητας, στο οποίο βέβαια εμπλέκεται και το πρόβλημα του Ευρώ όπως έχω ξανα αναφέρει σε άλλα μου άρθρα αλλά εδώ θα περιοριστώ μόνο στη λογιστική διάσταση. Έτσι θα δοθεί μία τελείως διαφορετική λύση στο Ελληνικό πρόβλημα.
Η χρήση όμως των Διεθνών Λογιστικών Προτύπων Δημοσίου Τομέα θα βοηθήσει την κυβέρνηση να μπορεί να λαμβάνει αποφάσεις μετρώντας την πραγματική επίδραση στο καθαρό χρέος και στην καθαρά θέση και ως εκ τούτου  να μην λαμβάνονται αποφάσεις που δεν έχουν αναλυθεί με τον κατάλληλο τρόπο.
Παράλληλα, μέσω της διαφάνειας που εγγυώνται τα Πρότυπα η Ελλάδα θα μπορέσει να ξανακερδίσει την αξιοπιστία της στο διεθνές περιβάλλον.
Ως εκ τούτου, η άμεση εφαρμογή τους στον Ελληνικό Δημόσιο Τομέα καθίσταται επιτακτική και είναι απορίας άξιον γιατί οι Ελληνικές κυβερνήσεις έχουν τόσο τραγικά καθυστερήσει. Φυσικά θα πρέπει όμως να αλλάξει και ο υπολογισμός του χρέους όπως έχει οριστεί από τη συνθήκη του Μάαστριχτ το οποίο μπορεί να γίνει με ομόφωνη απόφαση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου κάτι που δεν φαίνεται πιθανό.

Φωτεινή Μαστρογιάννη
Οικονομολόγος, Καθηγήτρια ΜΒΑ

  

Βιβλιογραφία

Institute of International Finance (2015). Capital Markets Monitor Key Issues. July/August 2015. Διαθέσιμο από τον Παγκόσμιο Ιστό:
<https://www.iif.com/sites/default/files/general/cmm_jul15_ki.pdf>, Πρόσβαση [21 Οκτωβρίου 2015]

 Japonica Partners (2014). Greece’s Huge Competitive Advantage. Διαθέσιμο από τον Παγκόσμιο Ιστό: http://www.eneiset.gr/files/sel/kazarian%20ppt.pdf, Πρόσβαση [22 Οκτωβρίου 2015]

Kazarian, P., Washington, S., Ball, I. (2014). Τι μπορούν να διδάξουν τα Ελληνικά λογιστικά δεινά στην Ασία. Διαθέσιμο από τον Παγκόσμιο Ιστό:

Μαστρογιάννη, Φ. (2015). Δημόσιο Λογιστικό και Προϋπολογισμοί, εκδ. Αρναούτη.


Πρωτοψάλτης, Ν. – Βρουστούρης, Π. (2002). Διεθνή Λογιστικά Πρότυπα και Διερμηνείες, εκδ. Σταμούλη.

Κυριακή 18 Οκτωβρίου 2015

Ευημερία και Κοινωνική Ανισότητα στην Ελλάδα της Οικονομικής Κρίσης– Διαχρονική Εξέλιξη


"ότι ελεύθερος και εις ένα δημοκρατικό καθεστώς δεν δύναται να θεωρηθεί ούτε ο ενδεής, ούτε ο άνεργος. Ελεύθερος είναι εκείνος ο οποίος απολαμβάνει των βασικών ελευθεριών, αλλά ταυτόχρονα έχει εξασφαλίσει κάποιαν ιδιοκτησίαν, επαρκές εισόδημα δια να ικανοποιήσει τας βασικάς του ανάγκας και είναι απηλλαγμένος από τον φόβον της ανεργίας". Ξενοφών Ζολώτας (1952)


Συνηθίζεται να χρησιμοποιούμε ως  δείκτη του επιπέδου ευημερίας μιας χώρας ,το κατά κεφαλή εισόδημα. Αυτός ο δείκτης, όμως, είναι προβληματικός γιατί δεν δείχνει την κατανομή του εισοδήματος μεταξύ των ατόμων. Υπάρχει μία σχέση ανταλλαγής μεταξύ της ανισότητας και του εισοδήματος, πιο συγκεκριμένα και με βάση την προσέγγιση Συναρτήσεων Κοινωνικής Ευημερίας των Bergson & Samuelson (1979), παρατηρείται ότι χαμηλότερη ανισότητα με δεδομένο μέσο εισόδημα οδηγεί σε υψηλότερο επίπεδο κοινωνικής ευημερίας όπως αντίστοιχα και το υψηλότερο μέσο εισόδημα οδηγεί σε υψηλότερο επίπεδο κοινωνικής ευημερίας.
Στο παρόν άρθρο θα δούμε εν συντομία τη μεταβολή της ανισότητας στην Ελλάδα για τα έτη 1974 – 1994 αλλά και του έτους 2012-2013 με βάση τις αντίστοιχες έρευνες Οικογενειακών Προϋπολογισμών της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής. Θα συμπεριλάβουμε όμως και στοιχεία των συνθηκών διαβίωσης της απογραφής του 2001 και του 2011.
Όσον αφορά την ανισότητα και την φτώχεια για την περίοδο 1974-1994 βλέπουμε ότι υπήρξε σημαντική μείωση μεταξύ των ετών 1974 και 1982 όπου η φτώχεια μειώθηκε σημαντικά και μετά το 1982 η μείωση συνεχίστηκε αλλά με πιο αργούς ρυθμούς. Το διάστημα αυτό (1974-1994) υπήρξαν κάποιες μεταβολές όπως ήταν η άνοδος του εκπαιδευτικού επιπέδου αλλά και του πληθυσμού στα αστικά κέντρα οι οποίες συνετέλεσαν στη μείωση της ανισότητας. Είναι πολύ σημαντικό εδώ να επισημανθεί ότι η μείωση της ανισότητας ήταν κυρίως εντός και όχι μεταξύ των διαφορετικών ομάδων του πληθυσμού. Ενδεικτικό είναι σε αυτή την περίπτωση το παράδειγμα της ιδιοκατοίκησης όπου σε ειδική έρευνα που είχε διενεργηθεί το 1986 τα νοικοκυριά που ιδιοκατοικούσαν ήταν 50% αλλά το σημαντικό ποιοτικό στοιχείο που πρέπει να παρατηρηθεί είναι ότι οι εργάτες και άλλες λαϊκές τάξεις είχαν μειωμένα ποσοστά μεταξύ αυτών που αποκτούσαν δική τους κατοικία μετά το 1970.  Πλέον η κοινωνική αυτή διαφοροποίηση φαίνεται και από την απογραφή του πληθυσμού του 2001 όπου ειδικά για τα αθηναϊκά νοικοκυριά, αυτά που είχαν υπεύθυνο που εντάσσεται στα ελεύθερα επιστημονικά επαγγέλματα ή στα διευθυντικά στελέχη επιχειρήσεων ενοικιάζουν την κατοικία τους σε ποσοστό 23% έναντι 39% και 44% για τα νοικοκυριά που ο υπεύθυνος ανήκει στις κατηγορίες των εργατοτεχνιτών και ανειδίκευτων εργατών αντιστοίχως (ΕΚΚΕ-ΕΣΥΕ, 2005).
Υπήρξε έντονη κοινωνική όμως διαφοροποίηση και στην επιλογή των εκπαιδευτικών διαδρoμών όπου σύμφωνα με τη Λαμπίρη –Δημάκη (1974) τα υψηλά και μεσαία στρώματα επέλεγαν σπουδές που θα οδηγούσαν σε ανεξάρτητη απασχόληση υψηλού γοήτρου ενώ η εργατική τάξη προσανατολίζονταν στο δημόσιο τομέα. Ο περιορισμός όμως των προσλήψεων στο δημόσιο στα τέλη της δεκαετίας του 1980 απετέλεσε ανάχωμα για την κινητικότητα των χαμηλών κοινωνικών στρωμάτων. Παράλληλα, ακόμα και σε περιπτώσεις όπου δύο ήταν κάτοχοι του ιδίου διπλώματος, η κοινωνική καταγωγή των γονέων διευκόλυνε ή δυσχέραινε την πρόσβαση στην αγορά εργασίας.
Η εξαγωγή, όμως, γενικών συμπερασμάτων για την ανισότητα δεν είναι τόσο εύκολη γιατί υποαντιπροσωπεύονται οι μετανάστες αλλά και οι μεταβλητές που χρησιμοποιούνται στις ΕΟΠ αυτή της περιόδου οι οποίες δεν περιλαμβάνουν την αξία των δωρεάν ή επιδοτούμενων υπηρεσιών. Στην Ελλάδα όμως, η επίδρασή τους είναι εξαιρετικά σημαντική γιατί σε όλη αυτή την περίοδο συντελέστηκαν σημαντικές αλλαγές όπως π.χ. η επιμήκυνση της υποχρεωτικής εκπαίδευσης, η αύξηση του αριθμού εισακτέων στα ΑΕΙ/ΤΕΙ, η ίδρυση του ΕΣΥ κτλ. Μελέτες του εξωτερικού έχουν δείξει ότι οι κρατικές παροχές μειώνουν τη συνολική ανισότητα. Εάν οι αλλαγές προσμετρούνταν, τότε η εικόνα της μείωσης της κοινωνικής ανισότητας να ήταν καλύτερη. Την περίοδο αυτή και ειδικότερα με την άνοδο του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία λήφθηκαν μέτρα αναδιανομής του εισοδήματος αλλά κάποια από αυτά όπως ήταν η διατήρηση σε λειτουργία μη βιώσιμων επιχειρήσεων, ήταν εξαιρετικά δαπανηρά. Ωστόσο άλλα μέτρα, μικρότερου κόστους, όπως ήταν η παροχή συντάξεων σε ηλικιωμένους που δεν είχαν τις απαραίτητες ασφαλιστικές εισφορές μείωσαν την ανισότητα.
Παρόλα αυτά η Ελλάδα, για την ίδια περίοδο, σε σύγκριση με τις άλλες χώρες της ΕΕ παρέμεινε σε υψηλά ποσοστά ανισότητας αλλά και κοινωνικής διαφοροποίησης.
Αναφορικά με την περίοδο τώρα πριν από την κρίση, διαπιστώνουμε ότι η Ελλάδα είχε σταθερά και αρκετά υψηλότερα επίπεδα κοινωνικής ανισότητας και κοινωνικού αποκλεισμού σε σχέση με το μέσο όρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης παρά τη μείωση της υλικής στέρησης και της ακραίας υλικής στέρησης όλη τη δεκαετία του 2000. Η κοινωνική ανισότητα ήταν μία από τις χειρότερες στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Η κατάσταση με την κρίση έγινε ακόμα χειρότερη. Η Ελλάδα έχει ένα από τα υψηλότερα επίπεδα κοινωνικής ανισότητας στην Ευρώπη.

Η Λετονία και η Πορτογαλία είναι μεταξύ των χωρών που έχουν πληγεί από την κρίση και έχουν υψηλά επίπεδα ανισότητας τα οποία όμως παρουσιάζονται καλύτερα το 2013 σε σύγκριση με το 2011 και το 2009. Αντίστοιχα, στην Ισπανία σημειώθηκε αύξηση το 2011, μεγαλύτερου βαθμού σε σχέση με την Ελλάδα, ωστόσο ο συντελεστής Gini (δείκτης εισοδηματικής ισότητας ο οποίος  όταν είναι μηδέν, δείχνει πως υπάρχει πλήρης εισοδηματική ισότητα μεταξύ των οικονομικών τάξεων του πληθυσμού, ενώ όταν είναι ένα, υπάρχει πλήρης εισοδηματική ανισότητα) έχει μειωθεί ενώ στην Ελλάδα επιδεινώνεται. Οι χώρες στις οποίες αυξήθηκε η ανισότητα πιο πολύ από ότι στην Ελλάδα για την περίοδο 2011 – 2013 ήταν η Κύπρος και η Ουγγαρία.
Συνάγεται λοιπόν το συμπέρασμα και από τα παραπάνω ότι οι μνημονιακές πολιτικές ενέτειναν την ανισότητα. Το ελληνικό κράτος πρόνοιας απέτυχε να προστατεύσει τον πληθυσμό από τις αρνητικές συνέπειες της κρίσης αλλά αυτό δεν αποτελεί έκπληξη αφού οι δαπάνες για την κοινωνική πρόνοια μειώθηκαν αμέσως μετά την εκδήλωση της κρίσης.
Η οικονομική κρίση και κυρίως ο τρόπος αντιμετώπισής της καταρρίπτει τη δήλωση του Ροβεσπιέρου στη σύμβαση του 1792 ότι «ο πρώτος κοινωνικός νόμος είναι αυτός που εξασφαλίζει σε όλα τα μέλη της κοινωνίας τα μέσα ύπαρξης», και ότι είναι υποχρέωση της Πολιτείας να παρέχει τις προϋποθέσεις που εξασφαλίζουν στα μέλη της τα μέσα ύπαρξης. Διαχρονικά η Ελληνική Πολιτεία υπήρξε άδικη με τους πολίτες της όπως φαίνεται από τους δείκτες κοινωνικής ανισότητας. Μέλλει να δούμε εάν και όποτε η Ελληνική Πολιτεία θα αναλάβει το ρόλο που πρέπει να έχει και αυτός δεν είναι άλλος από την ανάπτυξη της κοινωνικής ευημερίας και όχι μόνο της ανάπτυξης των αριθμών.

Φωτεινή Μαστρογιάννη
Καθηγήτρια ΜΒΑ – Οικονομολόγος
en-athinais.webnode.gr

Βιβλιογραφία

Bergson-Samuelson Social Welfare Functions and the Theory of Social Choice (1979) The Quarterly Journal of Economics (1979) 93 (1): 73-90
ΕΚΚΕ-ΕΣΥΕ. (2005). Πανόραμα απογραφικών δεδομένων 1991-2001, ηλεκτρονική εφαρμογή βάσης δεδομένων και χαρτογραφίας (διαθέσιμη στο Ινστιτούτο Αστικής και Αγροτικής Κοινωνιολογίας του ΕΚΚΕ).
Λαμπίρη-Δημάκη, Ι. (1974). Προς μιαν ελληνική κοινωνιολογία της Παιδείας, Αθήνα: Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών.
Κατσίκας, Δ., Καρακίτσιος, Α., Φιλίνης, Κ., Πετραλιάς, Α. (2014). Έκθεση για το κοινωνικό προφίλ της Ελλάδας σε σχέση με τη φτώχεια, τον κοινωνικό αποκλεισμό και την ανισότητα πριν και μετά από την εκδήλωση της κρίσης Δημήτρης Κατσίκας, Αλέξανδρος Καρακίτσιος, Κυριάκος Φιλίνης Αθανάσιος Πετραλιάς Αθήνα, Δεκέμβριος 2014.

Παπαθεοδώρου, Χ., Δαφέρμος, Γ., Danchev, S., Μαρσέλλου, Α. (2008). Οικονομική Ανισότητα και Φτώχεια στην Ελλάδα. Συγκριτική Ανάλυση και Διαχρονικές Τάσεις. ΙΝΕ ΓΣΕΕ, Ερευνητική Ομάδα Κοινωνικής Πολιτικής, Φτώχειας και Ανισοτήτων.